Η πόλη με τους δρόμους της δεν παύει να παραμένει μια ακένωτη πηγή εκπλήξεων. Δυσάρεστες ή ευχάριστες –σπανιότερες είναι αλήθεια οι δεύτερες, για να μην γράψουμε σπανιότατες –αισθάνεσαι, σε οποιαδήποτε ηλικία κι αν είσαι, να σε πλουτίζουν, να σου μαθαίνουν πράγματα. Σε βαθμό που αν το συνειδητοποιήσεις απολύτως, να καταχωρίζεται στις προτεραιότητές σου ν’ αλωνίζεις την πόλη οριζοντίως και καθέτως, μη τυχόν και σου ξεφύγει μια εικόνα ή ένα περιστατικό που εξίσου θα σε τροφοδοτεί ως ανάμνηση.

Μην ξεχνάμε άλλωστε πόσα ποιήματα έχουν γραφεί με έναυσμα τους δρόμους κι είναι γεγονός ότι ο Ν.Δ. Καρούζος και ο Γιάννης Κοντός, όπως και πολλοί άλλοι ποιητές, θα είχανε στερηθεί ένα σημαντικό κομμάτι του έργου τους αν δεν κυκλοφορούσαν καθημερινώς μέσα στην πόλη, μ’ έναν τρόπο μάλιστα που έκανε τους οικείους τους χώρους ν’ αναδίνουν πρωτάκουστους ήχους. Σάμπως και οι θόρυβοι της πόλης να συνέθεταν μια μουσική συμφωνία και το συναπάντημά τους με άγνωστους ανθρώπους ν’ απαντούσε στο προαιώνιο ερώτημα κατά πόσο θα μπορούσαμε να υπάρξουμε χωρίς τους άλλους.

Ομως, όσο φρέσκια κι αν αισθάνεται κανείς τη φιλολογία που διεγείρουν οι δρόμοι, τα περιστατικά είναι πάντα πιο σπαρταριστά κι επιπλέον σαν να μην μπορεί να τα χωρέσει ακόμη και η πιο δυνατή λογοτεχνική σελίδα. Οπως αυτό που συνέβη τις προάλλες με μια ηλικιωμένη γυναίκα που, σκυμμένη πάνω από έναν σωρό σκουπιδιών στοιβαγμένων στις άκρες ενός πεζοδρομίου, είχε αδράξει μια γεμάτη πλαστική σακούλα και την τίναζε προκειμένου να την αδειάσει, ενώ θα φαινόταν φυσιολογικότερο να προσπαθεί να καταλάβει τι περιείχε για να κρατήσει αυτό που της χρειαζόταν. Φτάνει να αηδιάζεις με τον εαυτό σου, να περιγράφεις δηλαδή κάτι το αδιανόητο και το ανήκουστο με τις ίδιες ακριβώς λέξεις που χρησιμοποιείς για να πεις κάτι το σύνηθες και το τρέχον.

Στην έντονη παρατήρηση ενός περαστικού γιατί τινάζει τη σακούλα, η γυναίκα χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει, έχοντας σφίξει στην αγκαλιά της την άδεια σακούλα, αρχίζει ν’ απομακρύνεται με βήματα γοργά. Ο περαστικός την προλαβαίνει, της βουτάει την άδεια σακούλα και την ξαναρωτάει επιμένοντας: «Γιατί το κάνετε αυτό;», σάμπως και η απάντηση της γυναίκας θα διόρθωνε μια διασαλευμένη μέσα στον κόσμο τάξη, όπως θα είχε προκληθεί χάρη σ’ ένα μείζονος σημασίας έγκλημα.

Με την ανατροπή που μόνο οι δρόμοι ξέρουν να προκαλούν, άρκεσε μια απάντηση με τέσσερις λέξεις, όπως μ’ έναν συγκρατημένο σπαραγμό την πρόφερε, σε σχέση με τη σακούλα πάντα, η ηλικιωμένη γυναίκα «γιατί μου χρειάζεται, κύριε» για να αισθανθεί ο περαστικός, ενώ φανταζόταν πως υποστηρίζει το δίκαιο και το νόμιμο, πόσο γελοίος ήταν.