Ηταν η βουβή είδηση του ανασχηματισμού. Βουβή γιατί δεν είχε ούτε το δράμα των αποπομπών ούτε τη λάμψη των νέων διορισμών. Είχε την αδιόρατη βαρύτητα της ακινησίας. Ο Νίκος Κοτζιάς έμεινε υπουργός Εξωτερικών. Και μαζί του έμεινε ο συνημμένος του υπουργός, Νίκος Τόσκας.

Για κανέναν από τους δύο η παραμονή δεν ήταν αυτονόητη. Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη επιζεί καταμωλωπισμένος από τις ανηλεείς επιθέσεις της συριζαϊκής γραφειοκρατίας. Ο υπουργός Εξωτερικών σχεδόν ανοιχτά έχει κινηθεί αυτόνομα σε σχέση με το Μαξίμου.

Με άλλα λόγια, η διατήρησή τους στο σχήμα κάθε άλλο παρά οφείλεται στο γεγονός ότι εκτιμήθηκαν οι επιδόσεις τους. Ο Τσίπρας, λένε, προτίμησε να τους έχει μέσα, παρά να τους αφήσει δυσαρεστημένους έξω. Αν αναλογιστεί κανείς το ιστορικό του Κοτζιά, φαίνεται ότι ήταν μια, από την ιδιοτελή σκοπιά του Πρωθυπουργού, σώφρων επιλογή. Προστάτευσε τον εαυτό του από μια πιθανή εστία αποσταθεροποίησης.

Το πόσο άδωρη ήταν αυτή η προστασία φαίνεται τώρα που αφυπνίζονται τα κοιμισμένα ρήγματα στην εξωτερική πολιτική. Για την ακρίβεια, δεν πρόκειται απλώς για επανάληψη πρόσφατα παιγμένων σεναρίων αλλά για ιστορικά σπάνιες προκλήσεις. Η αυταρχική μετάλλαξη του ερντογανικού καθεστώτος συμπίπτει με το σημείο βρασμού του Κυπριακού. Συμπίπτει όμως και με τη δυναμική του χάους που προκαλεί στις διεθνείς σχέσεις η εκλογή Τραμπ. Ο Τσίπρας δεν έχει πια –αν την είχε ποτέ –την πολυτέλεια να «παρκάρει» το χαρτοφυλάκιο των Εξωτερικών σε χέρια ανεπίδεκτα πολιτικού ελέγχου.

Το Κυπριακό είναι κορυφαίο παράδειγμα. Ο Κοτζιάς έχει ετοιμάσει τη δική του φόρμουλα για το θέμα των λεγόμενων εγγυήσεων. Σύμφωνα με μια ερμηνευτική γραμμή, πρόκειται για φόρμουλα ανελαστική, καθώς δεν προβλέπει μεταβατικό στάδιο, παρά απαιτεί την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων «χθες». Το πρόβλημα όμως δεν είναι καθαυτό το περιεχόμενο της φόρμουλας. Το πρόβλημα είναι ότι η πρόταση δραματοποιήθηκε από την πρώτη στιγμή ως η μόνη εθνικώς ορθή. Οσοι εκφράζουν επιφυλάξεις, εννοείται ότι στοχοποιούνται ως «εκείνοι που θέλουν να μείνουν οι Τούρκοι στο νησί».

Δεν είναι η πρώτη φορά που το θυμικό φορτίο απειλεί να επιβληθεί στην ελληνική διπλωματία. Είναι όμως αυτή η κεντρική επιλογή της κυβέρνησης; Εχει χαράξει το Μαξίμου με το ΥΠΕΞ αυτή τη στρατηγική; Εχουν προαποφασίσει πώς θα κλιμακώσουν την πίεση, πότε θα αρχίσουν να μιλούν τελεσιγραφικά;

Τα ερωτήματα δεν αφορούν, βέβαια, μόνο το Κυπριακό. Γεννώνται κυρίως από την υποψία ότι, λίγο από μνημονιακή υπερφόρτωση και λίγο από εσωκομματικό υπολογισμό, οι εξωτερικές σχέσεις της χώρας έχουν αφεθεί στις ορμές ενός παρωχημένου εθνικού ναρκισσισμού. Και στις εκπυρσοκροτήσεις μιας εύφλεκτης ιδιοσυγκρασίας.