Σαράντα δύο χρόνια μετά την τουρκική εισβολή του ’74, το Κυπριακό παραμένει άλυτος γόρδιος δεσμός. Oλη την περίοδο αυτή η ελληνική πλευρά ακολούθησε μια σύνθετη διπλωματική τακτική. Με την προσφυγή στον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών, τις απευθείας διαβουλεύσεις και τις διακοινοτικές συνομιλίες. Επιχειρώντας να αποτρέψει την οριστική διχοτόμηση. Οι διπλωματικές αυτές προσπάθειες απέτρεψαν την αναγνώριση του ψευδοκράτους, που θα ισοδυναμούσε με de jure διχοτόμηση, αλλά απέτυχαν να ανατρέψουν τα τετελεσμένα του 1974, που είναι ο μείζων εθνικός στόχος.

Στη στρατηγική της ελληνικής πλευράς προστέθηκε, τη δεκαετία του 1980, με την πρωτοβουλία του τότε προέδρου Βασιλείου, η οικονομική πτυχή. Η σύλληψη ότι η οικονομική ανάπτυξη θα είναι ο καταλύτης, το κίνητρο, που θα οδηγούσε την τουρκική πλευρά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση. Η πολιτική αυτή δημιούργησε τις συνθήκες για την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Κύπρος ισχυροποιήθηκε πολιτικά και διπλωματικά. Η επίλυση, όμως, του Κυπριακού παρέμεινε ανεκπλήρωτος στόχος.

Στη δεκαετία του 1990 προστέθηκε η πτυχή της αμυντικής διπλωματίας στην ελληνική στρατηγική. Η αντίληψη ότι τα διπλωματικά μέσα και μόνο αυτά δεν είναι ικανά να αναιρέσουν τα στρατιωτικά τετελεσμένα που δημιούργησε η Τουρκία το 1974. Το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου, που εξαγγέλθηκε το 1993, ήταν μια προσπάθεια διασφάλισης της ακεραιότητας του ελληνοκυπριακού κράτους και ανατροπής του ισοζυγίου ισχύος. Ηταν όμως μια περίπλοκη στρατηγική επιλογή, υψηλού ρίσκου, που ουδέποτε ουσιαστικά υλοποιήθηκε πλήρως.

Στις αρχές του 21ου αιώνα το Κυπριακό εισήλθε στην ευρωπαϊκή του φάση. Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά και η ανατέλλουσα, τότε, ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας δημιούργησαν συνθήκες επίλυσης του Κυπριακού. Οι προσπάθειες κορυφώθηκαν με την κατάθεση του σχεδίου Ανάν, από τον τότε γενικό γραμματέα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών. Σχέδιο που, τελικά, απορρίφθηκε στο ελληνοκυπριακό δημοψήφισμα.

Η νέα φάση των συνομιλιών γίνεται στη σκιά των ευρύτερων περιφερειακών εξελίξεων και των οικονομικών και ενεργειακών ευκαιριών. Η βούληση των δυο ηγεσιών για έναν αναγκαίο συμβιβασμό που θα οδηγήσει σε λύση είναι ένα νέο στοιχείο. Αλλά οι διαφορές παραμένουν. Στο εδαφικό και το περιουσιακό η μακρόχρονη τουρκική κατοχή έχει δημιουργήσει τετελεσμένα δύσκολα αναστρέψιμα. Και δεν επιτρέπει μεγάλες προσδοκίες για βελτίωση αυτών που προέβλεπε ουσιαστικά το σχέδιο Ανάν. Στο ζήτημα των εγγυήσεων και της αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων η τουρκική πλευρά εμφανίζεται αδιάλλακτη.

Αλλά και στον τρόπο διοίκησης του κράτους, η λύση δεν μπορεί να είναι το δυσλειτουργικό πολιτειακό υβρίδιο αμφιβόλου βιωσιμότητας που πρότεινε το σχέδιο Ανάν. Με τις ΗΠΑ και τον ΟΗΕ σε περίοδο αλλαγής ηγεσίας, την Ευρώπη σε υποχώρηση και την Τουρκία σε αστάθεια, οι προοπτικές δεν φαντάζουν ευοίωνες.

Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής πανεπιστημίου και πρώην υπουργός