Για μονόδρομους εν μέσω οικονομικής κρίσης έχουν ακουστεί διάφορες θεωρίες. Στη νέα ταινία «Ussak» του εικαστικού Κυριάκου Κατζουράκη, πάντως, είναι η ατομική αφύπνιση που προβάλλεται ως διέξοδος στο δυστοπικό περιβάλλον μιας εξαρθρωμένης κοινωνίας. Η ταινία, τα γυρίσματα της οποίας μόλις ολοκληρώθηκαν, δανείζεται τον τίτλο της από τον όρο του ανατολίτικου μουσικού δρόμου ουσάκ, ενώ ο διακεκριμένος καλλιτέχνης εξηγεί ότι το φιλμ, όπως και το ουσάκ, εμπεριέχει τη χαρά μαζί με το έντονο στοιχείο της λύπης.

Οι ήρωες στην ταινία (σε σενάριο Κάτιας Γέρου) είναι άνθρωποι που βιώνουν την επόμενη μέρα από διαφορετικές αφετηρίες –από την κανονικότητα στο περιθώριο, για παράδειγμα. Επειτα από τρεις δεκαετίες σταθερής εξελικτικής πορείας, στη διάρκεια της οποίας είχαν μια κανονική ζωή, μετατρέπονται σε αυτόπτες μάρτυρες της κατάρρευσής της. Από κοινωνοί μιας συνθήκης αποκτούν ταυτότητα παρία. Ο,τι μέχρι προσφάτως το αντιλαμβάνονταν ως στέρεο έδαφος αισθάνονται να υποχωρεί κάτω από τα πόδια τους και από τα βάθη της ψυχής τους αρχίζει να αναβλύζει θλίψη και φόβος. Οι δημιουργοί τής ταινίας διερευνούν τελικά αν κάποιος μέσα σε ακραίες καταστάσεις μπορεί να αφυπνιστεί, να διεκδικήσει μια ολοκληρωμένη ζωή και όχι μόνο την επιβίωσή του. Καταλήγουν ότι αυτό μπορεί να συμβεί, όσο και αν μοιάζει ουτοπικό –«αλλά και τι σημαίνει ουτοπία» διερωτώνται.

Στο ουσάκ υπάρχει το συναίσθημα της χαράς. Στο δικό σας έργο η χαρά πού βρίσκεται;

Στο τέλος η ταινία δίνει την εικόνα της χαράς ξεκάθαρα. Αλλά υπάρχει διάχυτη, έστω και σε δεύτερο επίπεδο, σε όλη την έκτασή της.

Η ταινία αφηγείται μια ουτοπική κατάσταση. Εχει χαρά η ουτοπία;

Εχει δύναμη. Ο ουτοπιστής είναι δυνατός σαν ατσάλι. Είναι ο απόλυτος υλιστής. Απαιτεί το γέλιο του πίσω. Είναι ένας αιώνιος μαχητής. Απλώς δεν ανέχεται το καπέλωμα. Κοιτά μπροστά, έστω σε κοντινή απόσταση. Κάτι που δεν κάνουν σήμερα τα κόμματα. Είναι σαν τους Ζαπατίστας. Και οι Ζαπατίστας όταν ξεκίνησαν ήταν ουτοπιστές.

Ουτοπισμός και αντιεξουσιασμός στην ίδια διαδρομή; Πού αρχίζει ο ένας, πού σταματά ο άλλος;

Η τέχνη είναι φύση αντιεξουσιαστική. Διότι τολμά να κάνει πράγματα που δεν κάνει η επιστήμη. Κοιτά λίγο πιο μπροστά. Είναι μια αφορμή για να προσεγγίσω ανθρώπους που χωρίς να το έχουν φανταστεί είναι πλέον στο περιθώριο και δεν μπορούν να κάνουν κάτι γι’ αυτό που τους συμβαίνει. Σε μια πόλη που απουσιάζει η κανονικότητα, μια γυναίκα, απολυμένη από τη δουλειά της, συναντά ένα ζευγάρι ηλικιωμένων με ένα ωραίο παρελθόν, η μόνη σταθερά. Πιστεύω στη μνήμη των ανθρώπων. Ο κόσμος είναι ικανός για τα πάντα και η μνήμη ενεργοποιείται για το καλό παρά για το κακό.

Η ταινία μόλις ολοκληρώθηκε έπειτα από πέντε χρόνια περιπετειώδους διαδρομής στη διάρκεια της οποίας ο ζωγράφος έκανε περίπου τα πάντα –έρευνα, ρεπεράζ, κάστινγκ, εξεύρεση οικονομικών πόρων, στήσιμο, γυρίσματα, μοντάζ. «Ωσπου βρήκα έναν καλό παραγωγό, τον Γιάννη Σωτηρόπουλο και αυτή τη στιγμή ευελπιστούμε ότι το φιλμ θα προλάβει το Φεστιβάλ του Βερολίνου. Αν ήμασταν σε άλλη χώρα ή με άλλες συνθήκες κανονικά θα ετοίμαζα την επόμενη ταινία (σ.σ.: που έχει στο συρτάρι)», περιγράφει την πορεία ο Κυριάκος Κατζουράκης σαν να είναι φυσιολογική.

Φυσιολογική εξάλλου χαρακτηρίζει και την ταινία. «Διότι έχει τις αρετές της απόλαυσης. Ο θεατής θα στενοχωρηθεί, θα λυπηθεί αλλά θα δει να δοξάζεται η ζωή, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο ουσάκ. Το κακό στο σινεμά το έχει προξενήσει η τηλεόραση, πρωτίστως το αμερικανικό σινεμά μέσω της τηλεοπτικής συνθήκης που επιβάλλει δράση ανά τρία δευτερόλεπτα. Αυτή η κατάσταση καθηλώνει τον τηλεθεατή μπροστά στο χαζοκούτι. Και το λέω εγώ που λατρεύω την τηλεόραση».

Είναι αντιφατικό αυτό που λέτε. Μου εξηγείτε τον τρόπο που λατρεύετε την τηλεόραση;

Είναι μια γλώσσα εικαστική πολύ διαφορετική από εκείνη του κινηματογράφου και της ζωγραφικής. Εχει δικούς της κανόνες απέναντι στον άνθρωπο που όταν τους σέβεται το αποτέλεσμα είναι υψηλής ποιότητας και αισθητικής. Δύο παραδείγματα μόνον: οι Monty Python και οι «Sopranos».