Κανένας στην πολιτική αγορά δεν είναι αισιόδοξος ότι τη Δευτέρα στη Διάσκεψη των Προέδρων θα βρεθεί λύση στο θέμα συγκρότησης του ΕΣΡ. Αυτό ξεκινά από το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία αρνείται να μπει στο σκηνικό συναίνεσης που κατασκευάζει το Μαξίμου, χωρίς την προηγούμενη κατάργηση του νόμου Παππά. Θεωρεί ότι η ίδια πολιτικά έχει δικαιωθεί από την εξέλιξη της υπόθεσης και εκτιμά ότι η κυβέρνηση, μετά τους τακτικισμούς με την υποψηφιότητα Πολύδωρα, τα πίσω – μπρος με τις τροπολογίες για τις άδειες – γέφυρα και τα ήξεις αφήξεις με την αναστολή και όχι κατάργηση των διατάξεων, αντιμετωπίζει προσχηματικά το θέμα της συναίνεσης, για να μην αποδεχθεί την ήττα της.

Προσχηματική ή όχι, το μόνο σαφές είναι ότι η πρόθεση της κυβέρνησης είναι να διασπάσει την αντιπολίτευση και να απομονώσει πολιτικά τη Νέα Δημοκρατία. Οι κυβερνητικοί θεωρούν άλλωστε ότι αυτό επετεύχθη μετά την υπερψήφιση των τροπολογιών Παππά από ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι. Την ίδια στιγμή που με τη στάση τους οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ φαίνεται ότι οδηγούν τα πράγματα και πάλι στα άκρα. Αλλος ήταν ο Βούτσης της Δευτέρας, που φαινόταν διαλλακτικός, και άλλος ο Βούτσης της Πέμπτης, διχαστικός και επιθετικός. Η κυβέρνηση φαίνεται να επιστρέφει στη σκληρή γραμμή στο ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών –απόδειξη ότι ο Πρόεδρος της Βουλής κατέβασε –λεκτικά τουλάχιστον –τον πήχη του αριθμού των αδειών στις τρεις!

Εχει δίκιο που φωνάζει ο Βενιζέλος; Υπερψηφίζοντας τις τροπολογίες Παππά, το ΠΑΣΟΚ εξέπεμψε ένα στίγμα θολό, δείχνοντας μια ανακολουθία στη μέχρι τώρα αντιπολιτευτική του ρητορική στο θέμα των αδειών. Και όπως λέει ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, η συναίνεση προϋποθέτει μηδενική βάση συζήτησης και οι μέχρι σήμερα ρυθμίσεις που έχει φέρει η κυβέρνηση δεν δείχνουν πλήρη συμμόρφωση με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με τη γραμμή ΠΑΣΟΚ φαίνεται να συντάσσεται και Το Ποτάμι. Ενώ ακόμη και η Ενωση Κεντρώων, που μας είχε συνηθίσει σε πολιτικά φλερτ με τον Τσίπρα, έμεινε απέξω.

Τα κόμματα του Κέντρου προσπαθούν να αποφύγουν την ταύτιση με τη Νέα Δημοκρατία σε ένα θέμα που –όπως ομολογούν τα στελέχη τους –έχει κουράσει την κοινωνία. Και προφανώς, δεν θέλουν να σέρνονται πίσω από τη μάχη χαρακωμάτων των δύο κομμάτων. Η στάση αυτή έχει βαθύτερες πολιτικές αφετηρίες, ξεκινά δηλαδή από την αδυναμία της Νέας Δημοκρατίας να συγκροτήσει ένα αντιπολιτευτικό μέτωπο που δεν θα στηρίζεται στο αφήγημα της αυτοδυναμίας και πατάει στα υπαρξιακά –κυρίως –του ΠΑΣΟΚ που δεν θέλει πολιτικά να εμφανίζεται ως ουρά του Κυριάκου Μητσοτάκη. Και θέλει –για λόγους πολιτικής και εκλογικής αυτοπροστασίας –να τραβήξει μια γραμμή άμυνας ανάμεσα στις συμπληγάδες Δεξιάς κι Αριστεράς. Δεν είναι μια στρατηγική χωρίς κόστος. Και τελικά, όπως φάνηκε από την οργισμένη αντίδραση Βενιζέλου, μπορεί να προκαλεί περισσότερα προβλήματα από όσα υποτίθεται ότι λύνει.