H επίσκεψη του Σεργκέι Λαβρόφ στην Ελλάδα ήταν πολύ γόνιμη. Οχι μόνο επειδή ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Πειραιά, του ίδιου πανεπιστημίου που είχε απευθύνει παλιότερα πρόσκληση στον γνωστό υπερεθνικιστή Αλεξάντερ Ντούγκιν. Αλλά επειδή μας είπε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Κάλεσε, για παράδειγμα, την Τουρκία να σεβαστεί το διεθνές δίκαιο για το Κυπριακό, όταν η χώρα του έχει καταπατήσει το ίδιο αυτό διεθνές δίκαιο εισβάλλοντας και κατέχοντας τμήμα μιας εθνικά κυρίαρχης χώρας, την Κριμαία. Τόνισε ότι για την τύχη της Συρίας πρέπει να αποφασίσουν οι κάτοικοί της, όταν η αεροπορία της χώρας του έχει ισοπεδώσει το Χαλέπι. Κατήγγειλε τους δυτικούς εταίρους ότι «θέλουν για δικά τους οφέλη να μοιράσουν την Ευρώπη», χωρίς ο έλληνας ομόλογός του και θαυμαστής του να αντιδράσει. Και διακήρυξε ότι η ελληνορωσική φιλία «βασίζεται στην Ορθοδοξία και στους κοινούς αγώνες για δικαιοσύνη». Καλά η Ορθοδοξία. Αλλά η δικαιοσύνη;

Οι αγώνες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στο πεδίο αυτό είναι γνωστοί. Οσο για το πώς εννοεί η ρωσική πλευρά τη δικαιοσύνη, μια γεύση πήραν χθες οι εργαζόμενοι στη Διεθνή Αμνηστία όταν πήγαν να μπουν στα γραφεία τους στη Μόσχα και διαπίστωσαν ότι ήταν κλειστά, οι κλειδαριές είχαν αντικατασταθεί και ένα χαρτί τούς ενημέρωνε ότι πρέπει να έρθουν σε επαφή με τις Αρχές. Τι να έφταιγε; Μήπως η ερμηνεία ενός νόμου που ψηφίστηκε πρόσφατα, με βάση τον οποίο κάθε ΜΚΟ με ξένη χρηματοδότηση θεωρείται «ξένος πράκτορας»;

Για να επιστρέψουμε όμως στην Αθήνα, ή μάλλον στον Πειραιά, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η «ταύτιση απόψεων» που διαπιστώθηκε μεταξύ των δύο χωρών για το Κυπριακό. Συμφωνήθηκε, για παράδειγμα, ότι δεν πρέπει να γίνονται «έξωθεν» προσπάθειες να οριστούν «τεχνητές προθεσμίες». Μα πώς θα αποχωρήσουν τα τουρκικά στρατεύματα αν δεν υπάρξουν προσπάθειες και χρονοδιαγράμματα; Και τι ακριβώς εννοεί ο πρόεδρος της Δημοκρατίας όταν λέει ότι «δεν θα δεχθούμε μειώσεις σε ό,τι αφορά την κυριαρχία»; Η συνύπαρξη των Αναστασιάδη και Ακιντζί στην εξουσία προσφέρει μια χρυσή ευκαιρία για την επίλυση αυτού του χρόνιου προβλήματος, που θα οδηγήσει και σε θεαματική βελτίωση του διεθνούς κλίματος. Ποιος αντιδρά; Και τι φοβάται;