Η είδηση με πρόλαβε στον δρόμο. Είχαμε τελειώσει την πρόβα κι όπως ανεβαίναμε την Πανεπιστημίου συναντηθήκαμε με τους θιάσους που τέλειωσαν παράσταση μπροστά σε μια τράπεζα. Κάτι πιάσαμε να λέμε, «Πήγατε καλά; Αγίου Δημητρίου σήμερα ήταν πεσμένα τα θέατρα;».

Ξαφνικά άρχισαν τα κινητά να βαράνε το καθένα το βιολί του. Αλλα μελωκούδουνα, άλλα να μιμούνται τον ήχο παλιού τηλεφώνου ντρρρρνννν κι άλλα την Εϊμι Γουάινχαουζ να κλαίει ένα σουξέ της.

Τα κουδουνίσματα πολλά, η είδηση μία.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας απεφάνθη. Ο Νόμος Παππά είναι αντισυνταγματικός.

Ωραία. Πού το πρόβλημα;

Οι του ΣΥΡΙΖΑ θα κλάψουν (δεν το είδα), η αντιπολίτευση θα πανηγυρίσει (το είδα).

Για τους ηθοποιούς (τουλάχιστον) υπάρχει όμως πρόβλημα. Γιατί μπορεί κάποιοι από μας να πιστεύουν στον Τσίπρα και στον Παππά, αλλά ο νόμος του δεύτερου τους αφήνει χωρίς δουλειά. Δύο απ’ τα παιδιά έχουνε ήδη κάνει καμιά δεκαριά γυρίσματα για λογαριασμό ενός καναλιού που δεν είχε άδεια. Κι έβλεπες στα πρόσωπά τους να διχάζονται τα αισθήματα. Το μάτι να γυαλίζει απ’ τη λύσσα που δεν πέρασε ο νόμος, απ’ την άλλη να ανθίζει ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη που θα πάρουν τα μεροκάματα, τα δεδουλευμένα σημειωτέον.

Πώς είναι αυτές οι δύο μάσκες –η μία να γελάει, η άλλη κλαίει –που είναι και σήμα κατατεθέν πολλών θεάτρων; Ε. Αυτές τώρα να τις φανταστείς όχι τη μία δίπλα στην άλλη, αλλά τη μία μέσα στην άλλη. Το γνωστό «δύο σε ένα».

Προσπαθούσαμε να συντονιστούμε σαν παρέα με τη νέα πραγματικότητα και δίπλα μας ένας κύριος με μια τσαντούλα πλαστική στο χέρι –όχι δεν φαινόταν θαυμαστής ή κάτι τέτοιο -, ένας μάλλον διατελών εν ανησυχία, μας στριφογύριζε, δεν δώσαμε σημασία.

Συνεχίζαμε τη συζήτηση περί του Παππά και του Νόμου του, τις άδειες, τις εκπομπές, τι θα κάνουν αυτοί που πλήρωσαν. Θα πάρουν τα λεφτά τους πίσω; και πότε; από πού;

Κάποιος αργοπορημένος μάς έφερε την άλλη συγκλονιστική είδηση. «Μίλησε η Γεροβασίλη»!

Τι λες; Να βαρέσω τις καμπάνες.

Και τι είπε;

«Δεν την άκουγα, είχαν κλειστό τον ήχο. Λίγο πανιασμένη την είδα. Σαν από φουρτούνα και να την έχει πιάσει η θάλασσα».

«Μη λες πολλά για τη Γεροβασίλη γιατί μάλλον την εκτρέφουν για υπουργό Πολιτισμού. Και τότε αντίο Επίδαυρος».

Ο κύριος από δίπλα με το πλαστικό τσαντάκι κοίταγε πια έντονα. Σαν να περίμενε κάτι από μας.

Κάπως αισθανθήκαμε, σαν περιττοί, κι ανηφορίσαμε προς Σύνταγμα. Είπαμε κάνα δυο κουβέντες, άλλοι πήγαν στη Στοά στο μπαρ να δουν τον Αλκη κι εγώ γύρισα να πάρω ταξί απ’ την πιάτσα εδώ πιο κάτω.

… Και περνώντας έξω απ’ την τράπεζα τον είδα. Ο κύριος που μας κοιτούσε λίγο πριν σαν να μας έλεγε κάτι που δεν μπορούσαμε ν’ ακούσουμε, είχε βγάλει απ’ τη σακούλα μια κουβέρτα, είχε μαζέψει και κάτι κομμάτια από χαρτόκουτα, τα ‘χε στρώσει ένα φριχτό κρεβάτι κι ετοιμαζότανε να πέσει να κοιμηθεί.

Εκεί, στην εσοχή της τράπεζας.

Η ίδια η τράπεζα που του πήρε το σπίτι έγινε τώρα σπίτι του. Κι εσύ μου λες ο Νόμος του Παππά και πάνιασε η Γεροβασίλη.

Καληνύχτα σας.

(Τον κύριο που πέφτει να κοιμηθεί στον δρόμο. Αυτόν καληνυχτίζω. Αυτόν και μόνο. Οσο για μας…)