Η πρόσφατη πρωτοβουλία για τη συγκρότηση του ΕΣΡ είναι σημαντική, αλλά προσκρούει στην αντίφαση ότι μία εκ των κορυφαίων λειτουργιών του έχει παρακαμφθεί ήδη καθώς έχει προχωρήσει η απονομή των τηλεοπτικών αδειών εθνικής εμβέλειας χωρίς την εμπλοκή της ρυθμιστικής Αρχής. Αλλά ας υποθέσουμε ότι μετά την αναμενόμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (που συνεδριάζει εκ νέου την ερχόμενη εβδομάδα), τελικά τα κόμματα συναινούν και συμφωνούν στη συγκρότηση του νέου ΕΣΡ. Λογικά αυτό θα κληθεί, όπως ήδη έχει προαναγγείλει η κυβέρνηση, να προβεί στη διαδικασία αδειοδότησης των θεματικών καναλιών εθνικής εμβέλειας (αν τελικά γίνει) καθώς και των τηλεοπτικών σταθμών περιφερειακής και τοπικής εμβέλειας.

Χωρίς να έχει κανείς ιδιαίτερες νομικές γνώσεις, εύλογα θα διερωτηθεί πώς αυτό θα γίνει, αφού οι άδειες εθνικής εμβέλειας ήδη έχουν απονεμηθεί απευθείας από το κράτος και οι υπόλοιπες από το ΕΣΡ. Οι μη αδειοδοτηθέντες σταθμοί κάλλιστα μπορούν να προσφύγουν για μία ακόμη φορά στα δικαστήριο και να επικαλεστούν ότι η απονομή των τηλεοπτικών αδειών γίνεται με δύο μέτρα και δύο σταθμά. Και θα είναι μάλλον δύσκολο να αιτιολογηθεί γιατί οι μεν εθνικής εμβέλειας άδειες παραχωρούνται με τον έναν τρόπο και οι άλλες με τον άλλον, αφού και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για το ίδιο πράγμα (παραχώρηση δημόσιου αγαθού). Είναι επίσης βέβαιο ότι η αντιπολίτευση θα στυλώσει ακόμη περισσότερο τα πόδια της προτάσσοντας το δίκαιο των επιχειρημάτων της –ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός. Κάποιος άλλος θα πει ότι η κυβέρνηση με αυτή την κίνηση μάλλον αποδέχεται τον ισχυρισμό περί της αντισυνταγματικότητας του νόμου αφού θα ζητά πλέον από το νέο ΕΣΡ να συνεχίσει τη διαδικασία τηλεοπτικής αδειοδότησης. Ενώ η προσπάθεια συγκρότησης του ΕΣΡ είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία, στην ουσία όταν αυτό γίνεται πριν από την απόφαση του ΣτΕ περί της συνταγματικότητας του νόμου αποτελεί έμμεση παραδοχή ότι ο νόμος έχει τελικά πρόβλημα.

Οπότε το ζητούμενο είναι γιατί ελήφθη αυτή τη χρονική περίοδο η συγκεκριμένη πρωτοβουλία και όχι, λόγου χάρη, πριν από την έναρξη της διαγωνιστικής διαδικασίας. Για κάποιους «κακεντρεχείς» είναι μια «ευγενής» προσπάθεια της κυβέρνησης να αποφύγει να είναι αυτή που θα δώσει την εντολή διακοπής της λειτουργίας όσων καναλιών δεν έλαβαν άδεια λειτουργίας. Αν αυτό συμβαίνει, τότε πραγματικά λυπάμαι όσους θα είναι μέλη του ΕΣΡ γιατί ό,τι και να κάνουν θα είναι εκτεθειμένοι. Κι αυτό γιατί θα είναι αυτοί που πλέον θα πρέπει να δώσουν την εντολή της διακοπής εκπομπής των καναλιών και όχι η κυβέρνηση, καθώς την ύστατη στιγμή φαίνεται να συνειδητοποιεί ότι το «μαύρο δεν έχει αποχρώσεις» είτε αυτό προέρχεται από τα δεξιά ή τα αριστερά, είτε είναι δημόσιο ή ιδιωτικό. Κυρίως μόλις πρόσφατα φαίνεται να συνειδητοποιεί ότι το κλείσιμο ενός μέσου ενημέρωσης είναι εντελώς διαφορετική περίπτωση από το κλείσιμο μιας άλλης επιχείρησης, επειδή όπως λέμε και στη θεωρία της επικοινωνίας, «τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι μια οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση».

Για αυτό, όπως έχω επισημάνει κι άλλη φορά, από την αρχή σχεδόν το ζήτημα των αδειών αντιμετωπίστηκε κυρίως με πολιτικά και λιγότερο με μιντιακά κριτήρια και τα βήματα που έπρεπε να ακολουθήσει η κυβέρνηση ήταν απλά και δεδομένα ώστε να μην υπάρχουν ούτε κραυγές ούτε ψίθυροι. Ακόμη και τώρα δεν έχει δοθεί πειστική απάντηση στο γιατί δεν περίμεναν την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τις αρμοδιότητες του ΕΣΡ, έστω κι αν η κυβέρνηση θεωρούσε ότι είχε δίκιο. Ενας ή δύο μήνες παραπάνω δεν θα προκαλούσαν τα «δημοκρατικά αισθήματα» ούτε θα έφερναν την τηλεοπτική συντέλεια. Τώρα πια, κοντός ψαλμός αλληλούια, καθώς ακόμη μία πολιτική πράξη θα κριθεί στη Δικαιοσύνη.