Τι μπορεί να σημαίνει ο ισχυρισμός ότι το ελληνικό μυθιστόρημα είναι σχεδόν ανύπαρκτο, όπως αποφάνθηκε η Κάρεν Bαν Ντάικ στην εισαγωγή της στην ανθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης που κυκλοφόρησε φέτος από τα Penguin; Προφανώς όχι ότι στην Ελλάδα δεν γράφονται σχεδόν καθόλου μυθιστορήματα, εκτός αν η Bαν Ντάικ δεν έχει μπει ποτέ σε ελληνικό βιβλιοπωλείο και δεν έχει δει ποτέ κατάλογο ελληνικού εκδοτικού οίκου. Μήπως σημαίνει ότι αυτά που εμείς θεωρούμε μυθιστορήματα είναι κάτι άλλο, π.χ. αναπεπταμένα διηγήματα; Πολλά είναι πράγματι, αλλά δεν μπορεί μια νεοελληνίστρια να πιστεύει ότι αυτό ισχύει για το σύνολο (σχεδόν) της ελληνικής μυθιστορηματικής παραγωγής. Μήπως θέλει να πει ότι το ελληνικό μυθιστόρημα υστερεί σε ποιότητα; Μα τότε γιατί δεν το είπε ευθέως –θα ήταν πιο σαφές, πιο τίμιο και, αν ήθελε να αποφύγει να θίξει τους έλληνες μυθιστοριογράφους, λιγότερο προσβλητικό από το να τους κηρύξει περίπου ανύπαρκτους. Καταλήγω στο εξής συμπέρασμα: η Bαν Ντάικ μάς αποκάλυψε ότι το ελληνικό μυθιστόρημα είναι σχεδόν ανύπαρκτο για τα γούστα της ή τα ενδιαφέροντά της.

Ως επιστήμονας (καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης) η Bαν Ντάικ θα ξέρει να χειρίζεται τις έννοιες. Οροι όπως «ελληνικό μυθιστόρημα», «αμερικανικό μυθιστόρημα», «πορτογαλικό μυθιστόρημα» κ.ο.κ. συναιρούν διαφορετικές ατομικές ευαισθησίες, διαφορετικές τεχνικές, διαφορετικές κοσμοθεωρήσεις σε μια πλασματική ενότητα με μόνα κριτήρια τη γλώσσα και το έθνος. Μια τέτοια ενοποίηση μπορεί να έχει νόημα για διδακτικούς σκοπούς, για ιστορικές επισκοπήσεις κ.λπ., όχι όμως όταν μιλάμε για αισθητικές αξίες και διανοητικούς προσανατολισμούς. Εκεί μετράει η ατομική δημιουργία. Ενας νεοελληνιστής στον ρόλο του πολιτισμικού μεσολαβητή επιλέγει και προβάλλει συγκεκριμένους δημιουργούς, συγκεκριμένα έργα και με συγκεκριμένη προσέγγιση αυτών των έργων, όπως έκανε η ίδια η Βαν Ντάικ στην ανθολογία της.

Η αμερικανίδα νεοελληνίστρια δεν λέει όμως, όπως θα έπρεπε, ότι δεν βρίσκει στο «ελληνικό μυθιστόρημα» κάτι άξιο προβολής αλλά ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Μια τόσο απόλυτη δήλωση θέτει άμεσα το ζήτημα της ξένης ματιάς στην ελληνική λογοτεχνία. Η λογοτεχνία μιας μικρής, περιφερειακής χώρας με σχετικά «εξωτική» γλώσσα και κουλτούρα πολύ δύσκολα αποσυνδέεται από την εικόνα που έχει για την πατρίδα της ο έξω κόσμος. Ακόμη και ξένοι φίλοι της χώρας θέλουν να δουν καθρεφτισμένες στη λογοτεχνία της ιδιαιτερότητες (συχνά εξιδανικευμένες, ενίοτε φανταστικές) που τους έκαναν να την αγαπήσουν. Αυτό σημαίνει πως ό,τι βρίσκεται εκτός του πεδίου του ειδικού ενδιαφέροντός τους απλώς δεν γίνεται αντιληπτό ή, αν γίνεται, θεωρείται λίγο – πολύ αδιάφορο. Το ελληνικό μυθιστόρημα, προπαντός σήμερα που η Ελλάδα δεν είναι πια η χώρα που γνώρισαν στα νιάτα τους οι περισσότεροι νεοελληνιστές, είναι πράγματι σχεδόν ανύπαρκτο για ένα μάτι που έχει κατασκευάσει εκ των προτέρων το αντικείμενό του.

«Ποιο είναι το ειδικά ελληνικό γνώρισμα των μυθιστορημάτων σας;» είναι το ερώτημα που, όπως και άλλοι έλληνες συγγραφείς, είμαι αναγκασμένος να αντιμετωπίζω στις συνεντεύξεις σε ξένους δημοσιογράφους. Οταν τους λέω ότι δεν θα έκαναν αυτή την ερώτηση σε έναν άγγλο, γάλλο ή ιταλό συγγραφέα, με κοιτάζουν αμήχανα. Πιθανώς σκέφτονται ότι κάνω ανοίκειες συγκρίσεις, ότι διεκδικώ περισσότερα από όσα αναλογούν στη θέση της χώρας μου. Περιμένεις από έναν έλληνα συγγραφέα να μιλάει π.χ. για ερωτικά δράματα σε μια κοινωνία με αρχαϊκά ήθη ή, πρόσφατα, για την κρίση και το Προσφυγικό, όχι όμως για τη βιοηθική, τη σύγχρονη κρίση αξιών ή τα βάθη της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Αν η κάθε Βαν Ντάικ δεν είχε τόσο προρρυθμισμένη, επιλεκτική όραση, θα έβλεπε ότι υπάρχουν «έκκεντρα» ελληνικά μυθιστορήματα μεγάλου θεματικού βεληνεκούς και υψηλής αισθητικής. Λιγότερα ίσως από όσα θα ήθελε και θα θέλαμε όλοι, αλλά όχι λιγότερα, αναλογικά, από όσα δίνουν αρκετές μεγαλύτερες χώρες. Το δυστύχημα για «το» ελληνικό μυθιστόρημα στο εξωτερικό είναι ότι το βλέπουν μέσα από φίλτρα που απορροφούν τις αποχρώσεις του και το κάνουν να μοιάζει με παλιά, κιτρινισμένη φωτογραφία.