Καθώς έχουμε εισέλθει στην εποχή της ψηφιακής επικοινωνίας και της μεταβιομηχανικής κοινωνίας, οι εφημερίδες, χαρακτηριστικά προϊόντα της βιομηχανικής κοινωνίας και του εγγράμματου πολιτιστικού περιβάλλοντος, φθίνουν, τόσο σε αναγνώστες, όσο και σε διαφημιστικά έσοδα. Δεν είναι τυχαίο ότι, τόσο στη χώρα μας όσο και στο εξωτερικό, νέες εκδοτικές προσπάθειες αποτυγχάνουν και πολλές «εν ζωή» εφημερίδες μετά δυσκολίας συντηρούν την έκδοσή τους. Ολα αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά. Το βασικό όμως ερώτημα που παραμένει αναπάντητο είναι το κατά πόσο οι εφημερίδες στην ψηφιακή εποχή έχουν ημερομηνία λήξης. O ΜακΛούαν πίστευε ότι η άνοδος των ηλεκτρονικών μέσων σηματοδοτούσε μια νέα φάση στην ανθρώπινη ιστορία, προφητεύοντας τον θάνατο των εφημερίδων. Ομως, η ιστορία καταδεικνύει ότι η χρήση ενός νέου μέσου δεν οδηγεί στον εκτοπισμό των παλαιότερων. Αντίθετα τα παλαιά μέσα αναπροσαρμόζονται για να ανταγωνιστούν τα νέα.

Γεγονός είναι ότι ο Τύπος έχει χάσει το μονοπώλιο στη σφαίρα της ενημέρωσης. Ωστόσο, δεν το έχασε χθες. Ο Τύπος διεθνώς αναγκάστηκε να μοιραστεί τις λειτουργίες του με το ραδιόφωνο από τη δεκαετία του 1930 και με την τηλεόραση από τη δεκαετία του 1950 και μετέπειτα. Ομως, για πολλά χρόνια μετά οι άνθρωποι του Τύπου δεν ήταν ποτέ έτοιμοι να αντιμετωπίσουν την ψηφιακή επικοινωνία και τα παραδοσιακά επιχειρηματικά μοντέλα που ανέτρεπε.

Αραγε η πτώση της αναγνωσιμότητας και των πωλήσεων των εφημερίδων οφείλεται αποκλειστικά στο αδιάφορο κοινό, όπως συνήθως κατηγορείται, όταν ο γαλαξίας του Γουτεμβέργιου έχει παραχωρήσει τη θέση του στον γαλαξία του Μαρκόνι, κι αυτός ετοιμάζεται να παραχωρήσει τη θέση του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;

Ο Αλέξις ντε Τοκβίλ πριν από περίπου 150 χρόνια σημείωνε: «Αν δεν υπήρχαν οι εφημερίδες δεν θα υπήρχε η κοινωνική αλληλόδραση. Οι εφημερίδες φέρνουν τον κόσμο μαζί κι είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής». Οταν ο Τοκβίλ έγραφε αυτές τις γραμμές δεν υπήρχε ούτε τηλεόραση, ούτε ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ούτε βεβαίως Διαδίκτυο. Μπορούμε όμως να ισχυριστούμε ότι ο Τύπος στις μέρες μας δεν αποτελεί βασικό μέσο της βασικής ενημέρωσης, άρα σημαντικό παράγοντα για την κοινωνία μας, κι ότι έχει ξεπεραστεί;

Κάτι τέτοιο, όπως έχει σχολιάσει ο γάλλος επικοινωνιολόγος Πιερ Αλμπέρ, θα ήταν μια «απαισιόδοξη και παράλληλα ανακριβής» θεώρηση της ιστορικής εξέλιξης των μαζικών επικοινωνιών. Πράγματι, από την εποχή της εμφάνισής του, ο Τύπος επιβίωσε μόνο χάρη στη συνεχή προσπάθεια αναπροσαρμογής των δομών και των μορφών του στις τεχνολογικές καινοτομίες και στην εξέλιξη των τάσεων και των αναγκών του αναγνωστικού κοινού.

Ηδη η πρώτη μεγάλη αλλαγή έχει συντελεστεί στο παγκόσμιο επιχειρηματικό μοντέλο του Τύπου: τα έσοδα της κυκλοφορίας εφημερίδων ξεπερνούν τα διαφημιστικά έσοδα, πράγμα που σημαίνει ότι οι αναγνώστες αποτελούν πλέον τη μεγαλύτερη πηγή των εσόδων των εκδοτών. Η θετική πτυχή αυτής της τάσης είναι ότι το αναγνωστικό κοινό σε όλο τον κόσμο συνεχίζει όχι μόνον να διαβάζει, αλλά και να δίνει μεγαλύτερη αξιοπιστία στην ενημέρωση και τις αναλύσεις που προφέρει ο Τύπος. Αυτό πολύ απλά σημαίνει ότι οι εφημερίδες οφείλουν να επιστρέψουν και να αναζητήσουν το κοινό τους για να ξαναγίνουν η καθημερινή τους προσευχή, όπως τόνιζε ο Χέγκελ.