Η Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπουργκ είναι 83 ετών. Κάποιοι την προέτρεπαν τα τελευταία χρόνια να παραιτηθεί από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο των ΗΠΑ (για να προλάβει ο Ομπάμα να ορίσει στη θέση της δικαστή φιλελεύθερων πεποιθήσεων). Δεν τους άκουσε. Στις εξομολογήσεις της, που κυκλοφόρησαν πριν από λίγες ημέρες, η δικαστίνα έδωσε εμμέσως την εξήγηση. «Την ημέρα του γάμου μου, η πεθερά μου μού έδωσε μια συμβουλή: Σε κάθε καλό γάμο βοηθάει να είσαι και λίγο κουφή». Η Γκίνσμπουργκ λέει ότι ακολούθησε ευλαβικά τη συμβουλή, όχι μόνο στον γάμο της αλλά και στα δικαστικά της καθήκοντα.

Η Βασιλική Θάνου δεν φαίνεται να ανήκει στο είδος του λειτουργού που επιβάλλει στον εαυτό του θεσμική κώφωση. Αντιθέτως, έχει υπερευαίσθητη ακοή σε όσα λέγονται για το πρόσωπό της και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται το λειτούργημά της. Δεν είναι φίλη της κώφωσης, ούτε βεβαίως της σιωπής. Εζήλωσε όμως την –απεριόριστη –ισοβιότητα του αξιώματος της Γκίνσμπουργκ. Και το διαπραγματεύτηκε απευθείας με τον Πρωθυπουργό, σαν παλαίμαχη συνδικαλίστρια.

Πρόκειται για ένα αίτημα που δεν είναι ξένο στο δικαστικό σώμα. Ομως, ακόμη κι ένας νομικά αδαής αναγνώστης του Συντάγματος εύκολα αντιλαμβάνεται ότι το αίτημα μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο με συνταγματική αναθεώρηση. Τι άλλο μπορεί να εννοεί το Σύνταγμα όταν λέει ότι οι ανώτατοι δικαστές «αποχωρούν υποχρεωτικά» στο 67ο έτος;

Η ερήμην του γράμματος ερμηνεία που φέρεται να προωθεί η πρόεδρος του Αρείου Πάγου λέει ότι το όριο θεσπίζεται για την προστασία των δικαστών –άρα είναι το ελάχιστο. Μπορεί να ξεπεραστεί νομοθετικά. Κι ο Πρωθυπουργός τής φάνηκε πρόθυμος να πάρει τη σχετική νομοθετική πρωτοβουλία.

Θα ήταν έκπληξη αν η κυβέρνηση προωθούσε τελικώς στη Βουλή μια τέτοια διευθέτηση. Εχει τη δεδηλωμένη, αλλά δεν έχει την πολιτική ισχύ να επιβάλει μια καταργητική του Συντάγματος μονιμοποίηση των επιλογών της στην ηγεσία της Δικαιοσύνης –γεγονός που δεν φαίνεται μόνο στα γκάλοπ. Φαίνεται και στις πρωτοφανείς αντιδράσεις που αρθρώνονται τελευταία από τους ίδιους τους δικαστές.

Ωστόσο, και μόνη η έγερση του θέματος του ορίου συνταξιοδότησης δείχνει ότι αυτό που συντελείται στη Δικαιοσύνη δεν περιορίζεται στο «κι εσείς τα ίδια κάνατε». Η κυβέρνηση δεν προσπαθεί απλώς, όπως κάποιοι προκάτοχοί της, να επηρεάσει τον έναν ή τον άλλον δικαστή προκειμένου να εκμαιεύσει τη μια ή την άλλη απόφαση. Εχει εγκαταστήσει ηγεσίες που λειτουργούν αυτόματα σαν λογισμικό αναθεώρησης του μεταπολιτευτικού κεκτημένου στον χώρο της Δικαιοσύνης.

Το πολιτικό κεφάλαιο της κυβέρνησης δεν αρκεί για να ικανοποιήσει ναπολεοντικούς ιδεασμούς. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι ιδεασμοί είναι ακίνδυνοι. Οι πληγές που ανοίγουν τώρα –με πρώτο τον φατριασμό του δικαστικού σώματος –δεν πρόκειται να επουλωθούν με τη συνταξιοδότηση των αυτουργών τους.