Η κυβέρνηση οδεύει αγκομαχώντας προς τη συμπλήρωση διετίας στη διακυβέρνηση της χώρας. Του χρονικού μέσου όρου ζωής των ελληνικών κυβερνήσεων της τελευταίας δεκαετίας. Εχοντας μάλιστα σπαταλήσει πολύ γρήγορα τις δεύτερες εκλογές, τις οποίες συνήθως κερδίζουν κυβερνήσεις που εκφράζουν καθεστωτική αλλαγή.

Η κυβέρνηση έχει εξαντλήσει ό,τι απόθεμα πολιτικού κεφαλαίου διέθετε. Η απόδοσή της στους περισσότερους τομείς διακυβέρνησης βαθμολογείται κάτω από τη βάση. Εχει ανοίξει πολλά μέτωπα και με ισχυρούς αντιπάλους. Με λειτουργούς της Δικαιοσύνης, με την Εκκλησία, τους καναλάρχες. Η απροθυμία της να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε με το Μνημόνιο που υπέγραψε καθώς και τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές δοκιμάζουν τις σχέσεις της με τους θεσμούς. Και καθυστερούν τις αξιολογήσεις που θα μας επέτρεπαν την ευεργετική ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης του Ντράγκι. Οσο για τη ρύθμιση του χρέους, κάθε συζήτηση παραπέμφθηκε στο μακρινό 2018. Οι ιδεοληψίες της απαγορεύουν σε μια οικονομία που έχει πιάσει πάτο να ανακάμψει (bottomout).

Οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν την κατάρρευση της κυβέρνησης και της ηγετικής ομάδας. Οι μισοί μάλιστα από αυτούς που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ δηλώνουν ότι δεν περιμένουν τίποτα θετικό από την κυβέρνηση. Λογικό θα πει κάποιος. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία ήταν περισσότερο το αποτέλεσμα της οργής και του θυμού της κοινωνίας απέναντι στα Μνημόνια, στο παλαιό πολιτικό σύστημα και στην απώλεια προνομίων. Ηταν περισσότερο ψήφος θυμικού παρά ψήφος ορθολογικής επιλογής και ρεαλιστικής προσδοκίας. Με μία διαφορά. Ο κ. Τσίπρας δεν αρκέστηκε να εισπράξει παθητικά τον θυμό και την οργή των πολιτών. Πλειοδότησε σε υποσχέσεις και πυροδότησε ανέφικτες προσδοκίες. Και οι μεν μαξιμαλιστικές διακηρύξεις για σχίσιμο των Μνημονίων και αλλαγής των συσχετισμών στην Ευρώπη μπορεί να ξεχάστηκαν γρήγορα. Η επιδείνωση όμως της οικονομικής κατάστασης και της καθημερινότητας των πολιτών μετατοπίζει τώρα τον θυμό και την οργή προς τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική του ξαναβγάζει τον κόσμο στους δρόμους. Αυτή τη φορά εναντίον του. Ιδιαίτερα τα κόκκινα δάνεια και ο αυθόρμητος κοινωνικός ακτιβισμός εναντίον των πλειστηριασμών κατοικιών μπορεί να είναι η θρυαλλίδα πολιτικών εξελίξεων. Και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός αντιλαμβάνεται ότι η κοινωνία δεν έχει πια ερωτική σχέση μαζί του, όπως ομολόγησε σε πρόσφατη συνέντευξη.

Το αφήγημα επίρριψης των ευθυνών στο παλαιό πολιτικό σύστημα δεν αρκεί πλέον. Γιατί ο Πρωθυπουργός μπορεί να είναι νέος αλλά η κρίση πάλιωσε. Και οι πολίτες βαρέθηκαν να επιλέγουν μαύρες η άσπρες γάτες. Αναζητούν τη γάτα που πιάνει ποντίκια. Αυτόν, δηλαδή, που θα τους οδηγήσει στην έξοδο από τη κρίση. Οσο για τα συνέδρια και τους ανασχηματισμούς αυτά σπάνια δημιουργούν συνθήκες επανεκκίνησης, ιδιαίτερα όταν δεν αλλάζει η πολιτική πρώτη ύλη.

Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και πρώην υπουργός