Για μια ακόμη φορά επανήλθε στην πολιτική επικαιρότητα το ζήτημα των δημοσκοπήσεων. Είναι τόσο μεγάλη η συχνότητά του, ώστε μας δίνει το δικαίωμα πλέον να υποστηρίξουμε ότι δίπλα στην κοινοβουλευτική, προεδρευόμενη ή ακόμη και τη βασιλευόμενη δημοκρατία θα πρέπει να προστεθεί και μια ακόμη: η «δημοσκοπική δημοκρατία». Αλλωστε σχεδόν καθημερινά τα μέσα ενημέρωσης μας ανακοινώνουν τα αποτελέσματα των ερευνών της κοινής γνώμης, αν και σπανίως γίνεται δημόσιος διάλογος για αυτές και κυρίως για την αθέατη πλευρά τους που είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των μετρήσεων. Οι περισσότεροι μένουν σε αυτό που πουλά και δεν είναι άλλο από την πρόθεση ψήφου που ανεβάζει και… κατεβάζει κυβερνήσεις ανάλογα με τη συγκυρία της εποχής. Λησμονώντας άπαντες ότι «ταμείο» κάνει στο τέλος ο λαός στην πραγματική κάλπη. Και το ερώτημα που προκύπτει σαφώς είναι αν οι δημοσκοπήσεις λένε πάντα την αλήθεια. Εδώ θα λέγαμε πως ναι, αρκεί ο καθένας να τις διαβάζει ολόκληρες και όπως είναι χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς του συμφέροντός του. Μα θα έλεγαν κάποιοι ότι δεν βγαίνουν –τουλάχιστον τον τελευταίο καιρό –σωστές.

Από το «Grexit» στο Brexit ή τις περυσινές εκλογές στην Ελλάδα κι αλλού, οι έρευνες κοινής γνώμης αποτυγχάνουν όχι μόνον ως προς την ακρίβεια, αλλά και ως προς το αποτέλεσμα. Για τους κοινωνικούς επιστήμονες το πρόβλημα έγκειται στον τρόπο διεξαγωγής τους, καθώς λόγω κόστους, οι περισσότεροι δημοσκόποι έχουν εγκαταλείψει τη διαπροσωπική συνέντευξη και έχουν υιοθετήσει την τακτική των ερωτήσεων διαμέσου του τηλεφώνου και πιο πρόσφατα του Διαδικτύου.

Κι αυτό φαίνεται ιδιαίτερα σε ερωτήσεις με ακανθώδη κοινωνικά ή πολιτικά ζητήματα, ιδίως σε περιπτώσεις πόλωσης. Οι ερωτηθέντες στο Διαδίκτυο, λόγου χάρη, είναι πιο πιθανό από τους ερωτηθέντες στο τηλέφωνο να δώσουν το πολιτικό τους στίγμα και προτιμήσεις. Χρησιμοποιώντας αντιπροσωπευτικά δείγματα, το ερευνητικό ινστιτούτο Pew στις ΗΠΑ διεξήγαγε πριν από σχεδόν δύο χρόνια ένα μεγάλης κλίμακας πείραμα όπου εξέτασε τα αποτελέσματα της μεθόδου της δημοσκοπικής έρευνας με τη χρήση της τηλεφωνικής συνέντευξης και με εκείνη του ερωτηματολογίου διάμεσου του Διαδικτύου. Η μελέτη διαπίστωνε ότι οι διαφορές στις απαντήσεις λόγω του τρόπου διεξαγωγής της έρευνας είναι κάτι το σύνηθες, με μια μέση διακύμανση της τάξης των 5,5 ποσοστιαίων μονάδων. Δυστυχώς οι αποκλίσεις αυξάνονται αντί να μειώνονται και αυτό οφείλουν να το λαμβάνουν υπόψη τους οι ενδιαφερόμενοι.

Μπορεί ο Πιερ Μπουρντιέ να υποστήριζε ότι η «κοινή γνώμη δεν υπάρχει», αλλά οι δημοσκοπήσεις, όπως και να το κάνουμε, είναι μια σημαντική παράμετρος για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας. Το πρόβλημα είναι ότι όταν η ανάγνωσή τους είναι αμετροεπής, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος να ακυρωθεί ο ρόλος και η θέση τους στη σύγχρονη πολιτική επικοινωνία. Εδώ πάλι θα προσθέταμε πως εκείνος που ξέρει και διαβάζει τις μετρήσεις των απόψεων των πολιτών, γνωρίζει την αλήθεια των αριθμών τουλάχιστον στα βασικά τους στοιχεία, καθώς το κλειδί είναι η περιβόητη παράσταση νίκης που δείχνει το κλίμα της εποχής που γίνεται η μέτρηση.

Οι λεπτομέρειες. Οι σφυγμομετρήσεις ακόμη κι αν αμφισβητούνται, μιας και κάποιοι τις διαβάζουν σαν τις «πλάκες του Μωυσή» και άλλοι τις ρίχνουν στην «καιόμενη βάτο» (ανάλογα από ποια πλευρά της όχθης βρίσκονται) δεν είναι ούτε ιερά βιβλία, ούτε θέσφατα. Αλλά σίγουρα δεν μπορούμε να τις αγνοούμε μια και ο «διάβολος», όπως πολύ σωστά λέγεται και γράφεται, κρύβεται στις λεπτομέρειες. Και οι δημοσκοπήσεις έχουν πολλές… λεπτομέρειες που ο έξυπνος ηγέτης τις μελετά, τις διαβάζει, κάνει διορθωτικές κινήσεις και αλλαγές πριν πάει στην κάλπη. Σε διαφορετική περίπτωση βαδίζει με τα μάτια ερμητικά κλειστά στην επιβεβαίωσή τους. Και τότε η δημοσκοπική δημοκρατία μετατρέπεται σε κοινοβουλευτική δημοκρατία και με τη βούλα του λαού. Κάτι ως αυτο-εκπληρούμενη προφητεία. Διότι ή στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουν κάποιοι. Και τα δυο δεν μπορούν να συμβαίνουν είτε με δημοσκόπηση είτε χωρίς…