Ο Αρχιεπίσκοπος έχει κάτι κοινό με τον Πρωθυπουργό. Ο καθείς έχει το κόμμα του. Ο καθείς πρέπει να λογοδοτεί στο δικό του στενό, δογματικά στεγανό ακροατήριο.

Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι αν ο Τσίπρας δεν αναφερόταν στον ακραιφνή ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είχε ανάγκη τον Φίλη. Αντιστοίχως, αν ο Ιερώνυμος δεν είχε τους φανατικούς της Ιεραρχίας, θα μπορούσε να είναι πιο προοδευτικός. Αμφότεροι θα είχαν την άνεση να αναπτύσσουν τις πολιτικές τους δεξιότητες, διαποιμαίνοντας σε συντροφική αρμονία το μεγάλο κοινό.

Πρόκειται για μια περιγραφή του διδύμου Ιερώνυμου – Τσίπρα κολακευτική και για τους δύο. Στην περίπτωση του Αρχιεπισκόπου είναι κολακευτική γιατί παραγνωρίζει ότι οι ομοιότητες του Μακαριοτάτου με τον προκάτοχό του είναι περισσότερες από τις διαφορές. Η μίνι κρίση των Θρησκευτικών έδειξε ότι αυτό που τον χωρίζει από τους ζηλωτές είναι μόνο διαφορά ύφους.

Ιδεολογικά –στην αντίληψή του, ας πούμε, για το αδιαίρετο Εκκλησίας – έθνους –ο Ιερώνυμος δεν διαφέρει. Ούτε διαφέρει η πολιτεία του, που πάντοτε εκτυλίσσεται με την υπόρρητη και ενίοτε ρητή απειλή της ισχύος πολιτικού επηρεασμού που διαθέτει η «μητέρα του λαού». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι, όπως και ο Χριστόδουλος, ο Ιερώνυμος πολιτεύεται σαν πανίσχυρος λομπίστας. Μόνο που το λόμπι προϋποθέτει διάκριση του οργανωμένου συμφέροντος από την πολιτική εξουσία. Εδώ το συμφέρον είναι θεσμικά σιαμαίο με την πολιτική.

Ο Ιερώνυμος συνεχίζει την παράδοση της εκκλησιαστικής πολιτικής και επειδή καταφεύγει στη ρητορική της αυτοθυματοποίησης. Παρότι εκπροσωπεί μια καθεστηκυία πλειοψηφία, υποκλέπτει συστηματικά τον ρόλο της ευάλωτης μειονότητας. Υποδύεται τη διωκόμενη και καταπιεζόμενη μειονότητα, σαν να μην έχει επίγνωση της δύναμής να επηρεάζει όχι μόνο τις κυβερνήσεις, αλλά και τις άλλες εξουσίες –ακόμη και τα ανώτατα δικαστήρια, σε κεφαλές των οποίων η Εκκλησία έχει επιδαψιλεύσει τις ευλογίες της.

Αυτά τα διαχρονικά πολιτικά χαρακτηριστικά –ενός νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που διεκδικεί την ιδιότητα του θυμωμένου –έλαβαν προχθές σπάνια συμβολική υπόσταση όταν ο Πρωθυπουργός υποδέχτηκε την αντιπροσωπεία της Ιεραρχίας στο κατώφλι του Μαξίμου.

Διαχειριστής ενός εκλογικά απρόσβλητου πολιτικού κεφαλαίου, ο Ιερώνυμος δεν έχει μόνο την τύχη να βρίσκει πρόθυμη την παρούσα εξουσία. Εχει και την ασφάλεια ότι η επερχόμενη εξουσία υπερθεματίζει σε ευλάβεια, διεκδικώντας την εύνοιά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ίδιος δεν έχει προτιμήσεις.

Οι προτιμήσεις δεν κρύβονται. Ακόμη και μέσα στη δίνη της αντιπαράθεσής τους, ο Ιερώνυμος ξεχώριζε τον Τσίπρα από τον υπουργό του.

Η εγγύτητα του Ιερώνυμου με τον Τσίπρα βασίζεται στο κοινό συμφέρον –κανείς δεν θέλει να διαταράξει τη σχέση τού άλλου με το ποίμνιό του. Βασίζεται όμως και στο γεγονός ότι από αντίπαλες θεολογίες καταλήγουν στην ίδια αντίληψη για τους θεσμούς. Στην αντίληψη ότι για τον υπεριστορικό σκοπό τους οι θεσμοί είναι εργαλεία.