Φοράει γαλάζια γραβάτα, φαρδιά. Η άκρη της φτάνει λίγο κάτω από το στήθος του, λίγο πάνω από τον αφαλό. Ακούει σιωπηλός αλλά ανυπόμονος. Παραμονεύει τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Οταν η άτυπη, ανοιχτή συνέλευση στον Οργανισμό Λιμένος Λαυρίου τελειώνει, ο ανυπόμονος προσπαθεί να ξεμοναχιάσει τον αρχηγό. Του μιλάει στο αφτί, πολύ έντονα. Πιάνει τη γαλάζια γραβάτα και του τη δείχνει. «Του είπα, “μη με βλέπεις γραβατωμένο. Βιοπαλαιστής είμαι”» εξηγούσε λίγα λεπτά αργότερα. «“Τη γραβάτα για σένα την έβαλα. Για να σε τιμήσω. Αγωνιστής είμαι” του είπα. Νεοδημοκράτης. Οχι σαν τους άλλους που χρησιμοποιούν το όνομά σου. Χρησιμοποιούν το όνομα “Μητσοτάκης” για δικό τους όφελος».

Ηταν πολλοί που είχαν βάλει τα καλά τους χθες στο Λαύριο για να υποδεχθούν τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας. Ηταν στελέχη, απόμαχοι πολιτευτές, αλλά και απλά μέλη του κόμματος σαν τον τριανταπεντάρη με τη γαλάζια γραβάτα που βρήκε την ευκαιρία να πει τον εσωκομματικό του πόνο στον αρχηγό.

Αυτό το πλήθος των τριάντα – σαράντα νεοδημοκρατών, που ακολουθούσε παντού τον Κυριάκο Μητσοτάκη, έδινε την εντύπωση μιας κλασικής, παλιομοδίτικης αρχηγικής εξόρμησης. Κλασικής ως προς τη σύνθεση του θιάσου αλλά συρρικνωμένης στα μεγέθη της μεταμνημονιακής Νέας Δημοκρατίας.

Με μπούσουλα

Κι όμως, τα πράγματα στη ΝΔ του Μητσοτάκη δεν γίνονται με τον παλιό κομματικό αυτοματισμό. Οι τόποι των «επιτόπου» εμφανίσεών του επιλέγονται με κριτήρια εκλογικής στόχευσης. Επιλέγονται οι δήμοι της Αττικής όπου κάποτε, πριν από τον πολιτικό σεισμό του 2012, η λαϊκή Δεξιά είχε βαθιές ρίζες. Αναζητούνται οι αστικές εκλογικές δεξαμενές που σύμφωνα με το σκεπτικό της Πειραιώς (πρώην Συγγρού) θα μπορούσαν να δώσουν στη νεομητσοτακική ΝΔ το παλιό της εκτόπισμα.

Πριν φτάσει στο Λαύριο, ο πρόεδρος της ΝΔ είχε λάβει στο μέιλ του ένα προφίλ της περιοχής, που είχαν ετοιμάσει οι συνεργάτες του. Πρόκειται για ένα εγχειρίδιο που φωτογραφίζει λίγο την ιστορία, λίγο την οικονομία και λίγο τις αναπτυξιακές δυνατότητες της περιοχής. Ταυτόχρονα προσφέρει στον παραλήπτη και κάποια πολιτικά «SOS» όπως, ας πούμε, την πολιτική προέλευση και τη θητεία του δημάρχου Λαυρεωτικής. Προσφέρει όμως κυρίως τα βασικά δεδομένα που επιτρέπουν στον πρόεδρο να εμφανιστεί διαβασμένος στις συναντήσεις του με τους τοπικούς παράγοντες.

Η αυτοκινητοπομπή που μετέφερε τον πρόεδρο της ΝΔ – ένα τζιπ, ένα ΙΧ με φιμέ τζάμια, δύο μοτοσικλέτες – έκοψε ταχύτητα λίγο έξω από το Λαύριο. Η ώρα δεν είχε φτάσει ακόμη εννιά και ο Μητσοτάκης κινδύνευε να φτάσει πιο νωρίς στο ραντεβού. Εξω από το δημαρχείο τον περιμένουν μερικές δεκάδες άτομα – μαζί και οι τοπικοί βουλευτές. «Να προχωράει μπροστά ο κύριος Βορίδης, ν’ ανοίγει δρόμο» φωνάζει στον πρώην υπουργό ένας θαυμαστής του. «Ν’ ανοίγει δρόμο δημοκρατικά. Πάντα δημοκρατικά, ε;». «Πάντα» απαντά ο Βορίδης.

Στο τραπέζι συσκέψεων του μικρού του γραφείου ο δήμαρχος εξηγεί στον φιλοξενούμενό του και στους βουλευτές του τις ανάγκες και τις προτεραιότητες της Λαυρεωτικής. Δεν έχουμε δάνεια, δεν χρωστάμε, λέει. Κανείς δεν αγγίζει τα κουλουράκια και τα κέικ που έχουν σερβιριστεί πάνω στο τραπέζι. Κανείς εκτός απ’ τον Θανάση Μπούρα που δοκιμάζει ένα κομματάκι κέικ, γνέφοντας ταυτόχρονα προς την πλευρά του δημάρχου καταφατικά, σαν να λέει «εγκρίνω» – τον δήμαρχο ή το κέικ. Ή και τα δύο.

Είναι η ώρα που φτάνει καθυστερημένος ο έτερος βουλευτής, Γιώργος Βλάχος. Του βρίσκουν μια καρέκλα κι εκείνος – ακολουθούμενος από την καρέκλα – βρίσκει ζωτικό χώρο στο τραπέζι.

Μίλησε κανείς πολιτικά;

Ο Μητσοτάκης ακούει τους συνομιλητές του κρατώντας το πιγούνι του. Δεν τους διακόπτει. «Ηρθα να ακούσω» λέει και ξαναλέει. «Δεν ήρθα να μιλήσω πολιτικά». Προφέρει το «πολιτικά» περιφρονητικά. Προσπαθεί διαρκώς να πάρει την κουβέντα από τα «πολιτικά».

Αφού έχει ακούσει για ώρα τον επικεφαλής του λιμανιού, ο Μητσοτάκης τον αιφνιδιάζει. «Master plan υπάρχει;» τον ρωτάει. «Βλέπω» του λέει «ένα λιμάνι που έχει τα πάντα. Ακτοπλοΐα, εμπορικά, τουριστικά, κρουαζιέρα. Σχέδιο όμως υπάρχει (για το προς τα πού πρέπει να αναπτυχθεί); Ή πάμε ψάχνοντας;».

Αφού πάρει μια κάπως αμήχανη απάντηση, θα παραδεχτεί ότι ο ίδιος δεν είναι ειδικός, αλλά «έχουμε ανθρώπους ειδικούς» για να καταστρώσουν το μέλλον του λιμανιού. Αρχίζει ένας υποτυπώδης διάλογος με τον κόσμο – όχι λιγότεροι από πενήντα, αλλά ούτε και πολύ περισσότεροι, σχεδόν αποκλειστικά κομματικοί. Μιλούν για τις ελλείψεις και τις δυνατότητες του Λαυρίου, τους δρόμους, τον προαστιακό που δεν έχει έρθει, τους τουρίστες της κρουαζιέρας που έρχονται και φεύγουν χωρίς να αφήνουν τον οβολό τους στην τοπική οικονομία. Μέχρι που παίρνει τον λόγο ένας πρώην πολιτευτής νυν και αεί νεοδημοκράτης, για να λούσει τον Κυριάκο με επαίνους για τον πατέρα του και, βεβαίως, την προφητεία ότι «σύντομα θα σας υποδεχτούμε ως πρωθυπουργό». Η συζήτηση είχε ξαναγυρίσει στα «πολιτικά».

Ηταν ένα μοτίβο που επαναλήφθηκε στις συζητήσεις που είχε ο Μητσοτάκης στο Λαύριο. Ο ίδιος προσπαθούσε να διορθώσει την ατζέντα, αλλά το κόμμα καραδοκούσε για να τον κολακέψει. Η αλήθεια είναι ότι η επιτυχία αυτών των μίνι περιοδειών δεν εξαρτάται τόσο από το τι λέγεται σε αυτές. Ο στόχος τους είναι να καλλιεργηθεί η εικόνα ενός πολιτικού αρχηγού που, παρά τις «πριγκιπικές» συνδηλώσεις του επωνύμου του, μπορεί άνετα να επικοινωνεί με την κοινωνία και μάλιστα με τα πιο πιεσμένα στρώματά της.

Η παρουσία του Μητσοτάκη στον Ασπρόπυργο, στο Περιστέρι, στο Αιγάλεω, στο Λαύριο – όπου έχει ήδη πάει από τότε που ανέλαβε τα ηνία της ΝΔ – καταστρώνεται ως μήνυμα. Το μήνυμα ότι ο ίδιος δεν είναι ο απόμακρος νεοφιλελεύθερος που συνομιλεί μόνο με τις αγορές. Το μήνυμα ότι το κόμμα που φιλοδοξεί να ανασυστήσει δεν είναι ένα «γκουρμέ», «φιλελέ» μόρφωμα που συνομιλεί μόνο με τις ελίτ, αλλά ένας οργανισμός με τις πλειοψηφικές αξιώσεις της λαϊκής Κεντροδεξιάς.

Τίποτε βέβαια απ’ όλα αυτά δεν δηλώνεται ρητώς. Δεν χρειάζεται άλλωστε. Ο Μητσοτάκης κινείται – μοιράζει χειραψίες, αγκαλιάζει, αγκαλιάζεται και φωτογραφίζεται – με την πείρα του παλιού campaigner. «Κύριε Μητσοτάκη, είμαστε από την Κρήτη» του λέει μια πολύ ενθουσιώδης γυναίκα. Η ίδια σπεύδει να δώσει διαπιστευτήρια της καταγωγής της απευθυνόμενη στον γραμματέα της ΝΔ, Λευτέρη Αυγενάκη: «Είμαι η πεθερά του … (το επώνυμο σε –άκης)». «Να του στείλεις χαιρετίσματα» απαντάει ο Αυγενάκης.

Ο πρόεδρος ανταποκρίνεται σε αυτές τις εκτός προγράμματος συναντήσεις αν όχι με αυθορμητισμό, τουλάχιστον με εξασκημένη φυσικότητα. «Σας κατάλαβα ότι είστε Κρητικοί» λέει και ποζάρει με την απαιτούμενη για «σύντεκνο» διαχυτικότητα.

Την τσατσάρα μού έδωσαν ελληνική

Στις εντός προγράμματος συναντήσεις, ο Μητσοτάκης ξαναγίνεται ο σιωπηλός ακροατής που ζυγίζει πολύ τις εξαγγελίες του, ακόμη κι όταν μιλάει σε κλειστό κύκλο. «Κάτσε, γιατί τους διακόψαμε» λέει στον βουλευτή του που άρχισε να ρητορεύει στη συνάντηση με τους επιχειρηματίες του Βιομηχανικού Πάρκου Κερατέας. Ο εκπρόσωπος των επιχειρηματιών ξαναπαίρνει τον λόγο. Εξηγεί ότι στο Πάρκο έχουν χωροθετηθεί 330 οικόπεδα. Εχουν όμως εγκατασταθεί μόλις 25 επιχειρήσεις – κι από αυτές λειτουργούν μόνο οι 20.

Ο επόμενος επιχειρηματίας παραπονιέται για τον βρόχο του μη μισθολογικού κόστους. «Ο Φου-μου-υ (φόρος μισθωτών υπηρεσιών) και οι ασφαλιστικές εισφορές είναι που σκοτώνουν την ανταγωνιστικότητα» λέει. Ο Κυριάκος διακόπτει μόνο για να ρωτήσει. Τι τζίρο έχετε; Πόσους ανθρώπους απασχολείτε; Ο τρίτος συνομιλητής ζητάει ευέλικτες μορφές εργασίας. Να μπορεί να δηλώνει τους εργαζομένους του. Να μην αναγκάζεται να τους κρύβει, όταν τους απασχολεί μόνο για λίγες ημέρες την εβδομάδα.

Ο Κυριάκος δεν υπόσχεται. «Να το δούμε» λέει για το ένα θέμα. «Θέλει στρατηγική, να το επεξεργαστούμε» λέει για το άλλο. Εξηγεί πώς έχει στο μυαλό του ένα πλάνο αναπροσαρμογής των φόρων. Περιγράφει ένα σχήμα, αναφέρει ενδεικτικές κλίμακες. Αλλά αποφεύγει να δεσμευτεί. Προσέχει να μη δώσει την εντύπωση ότι έχει έρθει με έτοιμες λύσεις. «Αν καθόμασταν οι γραφειοκράτες σε ένα δωμάτιο και λέγαμε: “Πρέπει να φτιάχνουμε τσατσάρες στην Ελλάδα;” θα λέγαμε αποκλείεται. Κι όμως». Χτένες, βούρτσες και άλλα εργαλεία καλλωπισμού παράγει ένας από τους παρακαθήμενους, στον οποίο ο Μητσοτάκης αυτοσυστήθηκε απολογητικά ως γραφειοκράτης.

Στον παραγωγό τσιγάρων θα συστηθεί ως σκέτο «φιλελεύθερος». «Ξέρουμε» του λέει ο τσιγαράς «ότι δεν το συμπαθείτε το καπνικό το προϊόν». Δεν τόλμησε καν να το πει με το όνομα του. «Οντως είμαι αντικαπνιστής. Αλλά είμαι και φιλελεύθερος» τον καθησυχάζει ο Κυριάκος. «Σέβομαι το δικαίωμα των καπνιστών». Η στιχομυθία θα καταλήξει με τον φιλελεύθερο Μητσοτάκη να αναγνωρίζει τους υπερβολικούς φόρους στον καπνό και τον αντικαπνιστή Μητσοτάκη να επισημαίνει ταυτόχρονα ότι «παρά τους φόρους, η τιμή ανά πακέτο στην Ελλάδα παραμένει συγκριτικά χαμηλή».

Θυμιατίσματα

Λίγο αργότερα στην Κερατέα, στο καφενείο – ουζερί «Στην υγειά μας» ο αντικαπνιστής χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλα τα αποθέματα του φιλελευθερισμού του. Τα τραπέζια είχαν ενωθεί σαν σε γαμήλιο γλέντι μέσα στο μαγαζί, όπου βεβαίως «το καπνικό το προϊόν» έκαιγε σχεδόν σε κάθε χέρι.

Η κατανάλωση αλκοόλ στις 12 παρά το μεσημέρι δεν είναι ταμπού στην Κερατέα. Γενικώς πολλά ταμπού έχουν γίνει καπνός. Το αποδεικνύει ο παπάς που κάθεται στην άκρη του μπαρ. Στα δάχτυλά του θυμιατίζει ένα τσιγάρο. Μεταλαμβάνει από ένα ποτήρι με λευκό κρασί. «Κάνε ντου, πρόεδρε» ευλογεί τον Κυριάκο. «Η Κερατχιά έστειλε το μήνυμα».

Μπροστά στον πρόεδρο της ΝΔ έχουν φτάσει κιόλας οι πρώτες ρακές. Πίνει όπως μοιράζει τις χειραψίες: επαγγελματικά. Δεδομένης της ώρας, το «επαγγελματικά» μεταφράζεται σε προσποιητές γουλιές. Βρέχει τα χείλη του λίγο και μετά πίνει νερό για να σβήσει το οινόπνευμα. Διηγείται μια περιοδεία με τον πατέρα του στην Κρήτη, όπου «έπινα ό,τι έπινε, ό,τι μας κερνούσαν». Στο τέλος, λέει, μπήκε σε ένα ελικόπτερο και δεν ήξερε αν είχε απογειωθεί ο ίδιος ή το ελικόπτερο.

Το κλίμα εδώ είναι πιο θερμό. Βλέπει κανείς τα ίδια κομματικά κοστούμια που έβλεπε στο Λαύριο. Βλέπει όμως και θαμώνες, άσχετους με το κόμμα, ακροβολισμένους στα γωνιακά τραπέζια, με μπίρες, καφέδες και τσίπουρα. Ο Μητσοτάκης προσαρμόζει το ιδίωμά του στο περιβάλλον. Το εμβολιάζει με κομματικό πατριωτισμό. Θα πάρει ο Τσίπρας την απάντησή του για τη διαπλοκή. Τους πιάσαμε με τη γίδα στην πλάτη. Χειροκρότημα. Γνωρίζω τους αγώνες σας. Χειροκρότημα. Η ώρα εκείνη δεν θα αργήσει. Σας ευχαριστούμε. Χειροκρότημα. Σας χρειαζόμαστε. Χειροκρότημα.

Στην έξοδο ο φιλελεύθερος περνάει μπροστά από τον παπά. «Πίνεις, καπνίζεις. Δεν πειράζει. Θα σε συγχωρήσει ο Θεός». Μετά τον παπά, ρωτάει τον δημοσιογράφο:

– Πώς σου φαίνεται;

– Τελικά, είναι δύσκολο επάγγελμα η πολιτική.

– Δύσκολο; Τι λες; Αυτό είναι το καλύτερο.

«Αυτό» είναι το καφενείο που έχει σηκωθεί για να τον αποχαιρετήσει. «Αυτό» είναι η βουτιά στο Λαύριο και σε όλα τα Λαύρια. Ο συγχρωτισμός με τους κομματικούς και τους δημόσιους λειτουργούς, τους παπάδες και τους επιχειρηματίες, τους αγανακτισμένους και τους κόλακες.

«Αυτό», λέει, είναι για εκείνον το «καλύτερο» στην πολιτική. Μπορεί και να το εννοεί.