Αυτό το φθινόπωρο η κυβέρνηση θέλει να πραγματώσει το συστημικό της όνειρο. Να ολοκληρώσει τα προαπαιτούμενα για τα 2,8 δισ. ευρώ –κλείνοντας τα αφτιά στις φωνές από το παρελθόν της που χαρακτηρίζουν «ξεφτίλα» την πολιτική της για τις ιδιωτικοποιήσεις. Να πετύχει –και ει δυνατόν να ξεπεράσει –τον στόχο του προϋπολογισμού για το πρωτογενές πλεόνασμα. Να κλείσει και τη δεύτερη αξιολόγηση, που ξεκινά 17 Οκτωβρίου, το ταχύτερο δυνατόν.

Στο βάθος του ονείρου βρίσκονται η ρύθμιση του χρέους και η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κάποια στιγμή τον επόμενο χρόνο. Ενα πιστοποιητικό εμπιστοσύνης από τον Μάριο Ντράγκι που θα σφραγίσει τη συστημική διαδρομή του ΣΥΡΙΖΑ.

Στην πραγματική ζωή, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Το ΔΝΤ, για παράδειγμα, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά το 2014-15, παρά το γεγονός ότι είχε πετύχει –σε πείσμα των προβλέψεών του –υψηλό στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος το 2013 και θετικό ρυθμό ανάπτυξης το 2014, έχει και πάλι ρόλο-κλειδί.

Η συνέντευξη Τύπου της Ντέλια Βελκουλέσκου πριν από οκτώ ημέρες έδειξε ότι το Ταμείο εμμένει στις θέσεις του και θα παίξει σκληρά τόσο στη διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση με την ελληνική κυβέρνηση όσο και σ’ αυτή για τη μείωση του χρέους από την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Στο μέτωπο με την κυβέρνηση θα ζητήσει αλλαγή της συνταγής: περικοπές και των υφιστάμενων συντάξεων έτσι ώστε να ενισχυθούν άλλες κοινωνικές ανάγκες, όπως π.χ. στην υγεία, και μείωση του αφορολογήτου και των άλλων απαλλαγών στη φορολογία εισοδήματος έτσι ώστε να μειωθούν οι υψηλότεροι φορολογικοί συντελεστές που έχουν γίνει αντιπαραγωγικοί για την ανάπτυξη. Επίσης, βεβαίως, το ΔΝΤ επιμένει στα μέτρα για την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας (ομαδικές απολύσεις κ.λπ.).

Στο μέτωπο με την Ευρώπη, θα διεκδικήσει άμεση συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων μέτρων για τη μείωση του χρέους, προκειμένου να αποφασίσει αν αυτό είναι βιώσιμο και άρα αν θα επιστρέψει στο ελληνικό πρόγραμμα.

Ολα αυτά θα μπουν στο τραπέζι από την ερχόμενη κιόλας εβδομάδα στην Ουάσιγκτον, στο περιθώριο της Συνόδου του ΔΝΤ, όπου θα βρίσκεται όλο το οικονομικό επιτελείο, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο Γιώργος Χουλιαράκης και φυσικά οι αξιωματούχοι της ευρωζώνης.

«Το αν θα επιστρέψει ή όχι το ΔΝΤ στο πρόγραμμα θα αποφασιστεί σ’ ένα τραπέζι όπου δεν θα καθόμαστε εμείς» αναγνωρίζει κυβερνητικός αξιωματούχος. Θα είναι πράγματι το αποτέλεσμα μιας μάχης ισορροπιών της Γερμανίας και του Ταμείου. Η πρώτη θέλει το Ταμείο μέσα για λόγους αξιοπιστίας –παρότι μόλις πριν από έναν χρόνο το τελευταίο έπεσε τραγικά έξω στις εκτιμήσεις του, προβλέποντας πρωτογενές έλλειμμα 0,6%, όταν το αποτέλεσμα ήταν πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ. Στην πραγματικότητα, ο Σόιμπλε το θέλει για να καθησυχάσει τους ψηφοφόρους του ότι δεν κάνει χάρες στην Ελλάδα. Ομως, ταυτόχρονα το Ταμείο θέτει ως προϋπόθεση για την επιστροφή του να κάνει η Γερμανία την ύψιστη «χάρη», μια άμεση απόφαση για τη ρύθμιση του χρέους. Τα στοιχήματα για το τι θα γίνει τελικά είναι σχεδόν 50-50 αυτή τη στιγμή.

Η κόντρα μπορεί να ανάψει σπινθήρα και να πυρπολήσει τα ελληνικά κυβερνητικά όνειρα. Κάποιοι εκτιμούν ότι η Ευρώπη δεν θα κάνει τη χάρη στο ΔΝΤ –και στην Ελλάδα φυσικά –για το χρέος και τότε το τελευταίο ίσως παραμείνει σε ρόλο τεχνικού συμβούλου (το χειρότερο σενάριο για μας, λένε στην κυβέρνηση).

Ολο αυτό πιθανότατα θα οδηγήσει σε καθυστέρηση και την αξιολόγηση –οι αρχές του 2017 είναι το κανονικό σενάριο για τους ξένους, παρότι ο Πρωθυπουργός μιλάει για τέλος Οκτωβρίου.

Δεν είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση αποφάσισε να καθυστερήσει την κατάθεση του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, μήπως και επικρατήσει τελικά η γραμμή ΔΝΤ και μπορέσει να θέσει χαμηλότερους στόχους πρωτογενούς πλεονάσματος μετά το 2018.

Οι επενδυτές, πάντως, δεν έχουν πειστεί ακόμη ούτε ότι η κυβέρνηση θα υπηρετήσει ώς το τέλος το συστημικό της όνειρο ούτε ότι δεν θα υπάρξει ανάφλεξη στις διαπραγματεύσεις του φθινοπώρου στο τρίγωνο Ελλάδας – ΕΕ – ΔΝΤ. Την περασμένη εβδομάδα, σε φόρουμ στο Λονδίνο γκρίνιαξαν στον γενικό γραμματέα του υπουργείου Οικονομικών Φραγκίσκο Κουτεντάκη, ο οποίος αντέτεινε πως «ό,τι είπαμε το κάναμε». Γι’ αυτούς, την ασφάλεια θα δώσει μόνο ο Σούπερ Μάριο με την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Αρκεί να προλάβουμε και να δοθεί παράταση στο περίφημο πρόγραμμα QE μετά τον Μάρτιο του 2017.