Ηταν Οκτώβριος του 2013. Ο χρόνος ήταν πολιτικά ουδέτερος. Κάλπες δεν φαίνονταν στον ορίζοντα. Κι όμως, ο τόνος του τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν πολεμικός. Ο Τσίπρας επισκεπτόταν, μαζί με τον συνδικαλιστή Φωτόπουλο, τον ΑΔΜΗΕ. Από το βήμα αυτό ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ καλούσε τους επίδοξους επενδυτές που θα ήθελαν να συμμετάσχουν στις ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων «να το υπολογίσουν και δεύτερη φορά». Οχι μόνο, προειδοποιούσε ο Τσίπρας, «θα χάσουν τα λεφτά τους, αλλά θα τεθούν και υπόλογοι έναντι του νόμου».

Ηταν μια απειλή που επανέλαβε αργότερα και από το βήμα της Βουλής, γενικώς προς όλους τους επενδυτές, σε ένα είδος αντιπολίτευσης που είχε περισσότερο τον χαρακτήρα δολιοφθοράς κατά των συμφωνιών που ετοίμαζε η κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ και έμελλε να επικυρώσει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.

Οι καταγγελίες τότε συνοδεύονταν στερεοτυπικά από απειλές για δικαστήρια, ειδικά, τακτικά και «λαϊκά». Οι βουλευτές που ψήφιζαν τα μέτρα «δεν θα μπορούσαν να εμφανιστούν στα χωριά τους». Οι βουλευτές που θα ψήφιζαν για Πρόεδρο της Δημοκρατίας ήταν εξ ορισμού εξωνημένοι από επιχειρηματικούς «κουμπαράδες».

Αν έχει νόημα σήμερα αυτή η αναδρομή, δεν είναι επειδή αυτές τις ημέρες συζητείται στη Βουλή η μεταβίβαση στο ΤΑΙΠΕΔ του πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών της ΔΕΗ, της ΕΥΔΑΠ, της Αττικό Μετρό και άλλων ΔΕΚΟ. Είναι επειδή το πολιτικό κλίμα των ημερών αναδεικνύει μια ιστορική ιδιαιτερότητα της κυβέρνησης: ότι δεν σταμάτησε τον πόλεμο όταν έπαψε να είναι αντιπολίτευση. Οτι εξακολουθεί να μετέρχεται τα ίδια μέσα, φτιάχνοντας διαρκώς νέους εχθρούς και καλλιεργώντας διαρκώς μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.

Από πόλεμο σε πόλεμο

Στην αρχή ήταν οι Σαμαροβενιζέλοι, η «τρόικα εσωτερικού», η νεοφιλελεύθερη Ευρώπη, ο εμφύλιος με τους «μενουμευρωπαίους». Και ξανά το ΔΝΤ, οι υποκλοπές του ΔΝΤ, ο Στουρνάρας, ο Γεωργίου, ξανά ο Στουρνάρας. Μέχρι τη μεγάλη μάχη για την εκκαθάριση των media.

Πρόκειται για ένα στυλ διακυβέρνησης που δεν είναι ακριβώς διακυβέρνηση. Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ άλλωστε σνομπάρισαν από νωρίς αυτό που οι ίδιοι αποκαλούσαν «διαχείριση», εκδηλώνοντας την προτίμησή τους υπέρ μιας εξουσίας πιο «ριζοσπαστικής».

Αυτή η κινηματική αντίληψη περί διακυβέρνησης αντανακλάται και στον τρόπο που έχουν πολιτευτεί οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ –τον τρόπο που ανοίγει διαρκώς εσωτερικά μέτωπα σε τέτοιο βαθμό ώστε οι κοινοβουλευτικές δοκιμασίες για τα μνημονιακά προαπαιτούμενα να περνούν σε δεύτερο πλάνο. Είναι ο τρόπος που θα μπορούσε να συμπυκνωθεί σε μια φράση που εκστόμισε ο υπουργός Επικρατείας χθες στη Βουλή: «Οποιος θέλει κόντρα, εδώ» είπε δείχνοντας το στήθος του.

Η πρόκληση απευθυνόταν στους «ισχυρούς» παράγοντες των ΜΜΕ που «εκφοβίζουν δημόσιους λειτουργούς». Προσφερόμενος ο ίδιος ως στόχος, ο Παππάς επιχειρούσε έτσι να καθησυχάσει όλους τους διοικητικούς οι οποίοι έβαλαν τις υπογραφές τους στη διαδικασία που ονομάστηκε «έλεγχος πόθεν έσχες» –και οι οποίοι δεν καλύπτονται, όπως εκείνος, από τη βουλευτική ασυλία έναντι των μηνύσεων που ήδη ασκήθηκαν εις βάρος τους.

Πέρα όμως από αυτή την επιμέρους σκοπιμότητα, ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση επιλέγει να αντεπιτεθεί στις αποκαλύψεις για τον διαγωνισμό και την Attica Bank επιβεβαιώνει ότι τρέφεται από την ένταση. Χαρακτηριστική είναι η ευκολία με την οποία το Μαξίμου επιτίθεται σε επιχειρηματίες που μέχρι χθες ήταν στρατηγικοί του σύμμαχοι. Η πολυμέτωπη αυτή επίθεση αναμένεται ότι δεν θα περιοριστεί σε πολιτικό επίπεδο –όπως ήδη συνέβη στην περίπτωση της συζύγου του διοικητή της ΤτΕ.

Στοχοποίηση και αυτοθυματοποίηση

Το Μαξίμου έχει αποδείξει ότι επιστρατεύει κατά των στόχων του όλα τα μέσα, χωρίς αναστολές, ενώ ταυτόχρονα καλλιεργεί και ένα αφήγημα αυτοθυματοποίησης. Επιτίθεται και ταυτόχρονα εμφανίζεται ως θύμα επιθέσεων. Από κυβερνητικά χείλη και από μερίδα του φιλοκυβερνητικού Τύπου έχει ήδη αρχίσει να υφαίνεται το αφήγημα ότι τα «συμφέροντα» που επλήγησαν από τον διαγωνισμό Παππά θέλουν τώρα να ρίξουν την κυβέρνηση.

Είναι ένα αφήγημα που επιτρέπει στην κυβέρνηση να μην απαντήσει στις συγκεκριμένες καταγγελίες –αν και ο υπουργός Επικρατείας δεν δίστασε να υπερασπιστεί δημοσίως τις εγγυήσεις που περιλαμβάνονταν στον φάκελο Καλογρίτσα και να διατυπώσει ταυτόχρονα υπαινιγμούς για τους φακέλους άλλων υπερθεματιστών.

Ταυτόχρονα, η συντήρηση ενός περιβάλλοντος «εκτάκτου ανάγκης» είναι και ο μόνος τρόπος να επιχειρήσει η κυβέρνηση να συσπειρώσει ένα μέρος της εκλογικής της βάσης, που σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις βρίσκεται σε ταχεία αποσύνθεση. Το γεγονός ότι τα κοινωνικά ερείσματα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ εξατμίζονται, δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα αναδιπλωθεί σε μια πιο αμυντική τακτική. Το αντίθετο. Η εμπειρία δείχνει ότι όσο πιο ανασφαλής αισθάνεται τόσο πιο σφοδρά θα επιτίθεται. Αυτή τη φορά φαίνεται ότι δεν θα έχει ούτως ή άλλως το περιθώριο να αποκλιμακώσει την ένταση που προκάλεσε. Η πίεση δεν προέρχεται μόνο από τα media ή την αντιπολίτευση. Εκτός από τις δίκες που εκκρεμούν στο ΣτΕ, άνοιξε ήδη από χθες ο κύκλος της ποινικής διερεύνησης, με τη μηνυτήρια αναφορά της ΝΔ και τη μήνυση του Alpha, ενώ ο επίτροπος Ετινγκερ έδειξε τον δρόμο προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Αυτή τη φορά η κυβέρνηση έχει κάψει μόνη της τις γέφυρες οπισθοχώρησης.