Στη δεκαετία του ’60, τα «προσφυγάκια του Ωραιόκαστρου» ήταν τα «ορφανά της Βουλιαγμένης». Το Εκκλησιαστικό Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης ιδρύθηκε το 1920 και στέγασε αρχικά τα ορφανά από την καταστροφή της Μικράς Ασίας κι ύστερα εκείνα που έχασαν τους γονείς τους στον πόλεμο του ’40.

Στον λόφο κοντά στα λιμανάκια, εκεί στον Λαιμό Καβουρίου, η διοίκηση του Ορφανοτροφείου νοίκιαζε στους νοικοκυραίους της εποχής μικρά ξύλινα λυόμενα –έτσι τα λέγαμε κατ’ ευφημισμόν, παράγκες του κερατά ήταν.

Περνούσα εκεί τα πρώτα μου καλοκαίρια στο «λυόμενο» του θείου Γιώργου που λάτρευε τα σκυλιά και της θείας Νέλλης που λάτρευε τις γάτες. Κι οι δυο, όμως, λατρεύαν εμένα, εξ ου και την περνούσα ζάχαρη.

Για μπάνιο πηγαίναμε στα λιμανάκια των ασπρόμαυρων ελληνικών ταινιών. Εκεί τα «παιδάκια με τις μαμάδες» συναντούσαν τα «παιδάκια χωρίς μαμάδες». Ενας λιλιπούτειος στρατός με μαύρα ομοιόμορφα μαγιό… Πειθαρχημένα έκαναν το μπάνιο τους, πειθαρχημένα σκουπίζονταν με ξέθωρες πετσέτες και πειθαρχημένα επέστρεφαν στο Ορφανοτροφείο.

Μόλις τα έβλεπε η μαμά – κλώσα (λέγε με και κλώσα σκέτο) κακάριζε πανικόβλητη και μάζευε τα βλαστάρια της κάτω απ’ τις ασφυκτικές φτερούγες της:

«Μην πλησιάζεις, αυτά τα παιδιά είναι βρόμικα».

«Μην δίνεις την μπάλα σου, είναι γεμάτα αρρώστιες και θα σε κολλήσουν».

«Μην του μιλάς, είδες πώς βρίζει».

Οι μανάδες αυτές τότε δεν ήταν «ρατσίστριες». «Καλές μανάδες» ήτανε. Φροντίζανε την υγεία και την ασφάλεια του παιδιού τους που κινδύνευε από τα 6χρονα καθάρματα που το περιστοίχιζαν τάχα μου για να παίξουν, σε τα μας αυτά;

Οπως όλοι γνωρίζουμε, τα ορφανά παιδιά είναι βρόμικα, άρρωστα, λένε «ασταδιάλα», είναι οι εκκολαπτόμενοι αλήτες, οι κλέφτες, οι φονιάδες. Παρ’ όλο που –μόλις γεννιούνται –τρεις παιδίατροι με στρασάκια, πούλιες και παγέτες, με το ραβδάκι τους ραντίζουν το θείο βρέφος χρυσόσκονη κι αντιτετανικά.

Τα «ορφανά της Βουλιαγμένης» όταν τα έβλεπαν τα (δασκαλεμένα) συνομήλικά τους αλλάζαν πεζοδρόμιο. Μην κολλήσουν «οξεία ορφανίτιδα» κι ύστερα κολλήσουν και τ’ άλλα παιδάκια και μείνουν όοοολα ορφανά. Αυτό ήταν το status quo της εποχής: Τα συνομήλικα τα αποφεύγανε, τα μεγαλύτερα τα δέρνανε. Απλά πράγματα.

Τα «ορφανά της Βουλιαγμένης» του χτες είναι τα «προσφυγάκια του Ωραιόκαστρου» του σήμερα. Είναι οι βρόμικοι, άρρωστοι, κλαμένοι εκκολαπτόμενοι… τζιχαντιστές. Αυτοί που κρύβουν στο βρακάκι τους μια χαντζάρα να.

Προσφυγάκια. Δεν τα θέλουν οι γονείς –άρα μαθαίνουν τα παιδιά να μην τα θέλουν. Τα διώχνουν οι γονείς –άρα μαθαίνουν τα παιδιά τους να τα διώχνουν. Η γενιά που διδάχτηκε το μίσος, με υπομονή και σύστημα άκρως παιδαγωγικό μεταγγίζει τις γνώσεις της στη νέα γενιά να μισεί το ίδιο. Ή και περισσότερο, εκεί θα τα χαλάσουμε;

Οχι, δεν ήταν όλοι οι κάτοικοι της Βουλιαγμένης έτσι. Τη θεία Νέλλη τα παιδάκια την λάτρευαν. Τους χαμογελούσε, τους γλυκομιλούσε, ενθάρρυνε τους γιους της κι εμένα να παίζουν μαζί τους. Μετά βδελυγμίας την αντιμετώπιζαν οι «γλυκές μανούλες» με το μπιφτέκι στο χέρι και τη σκληράδα στο μάτι.

Δεν ήταν όλοι οι κάτοικοι της Βουλιαγμένης έτσι. Οπως δεν είναι κι όλοι οι κάτοικοι του Ωραιόκαστρου έτσι. Αδικο να τσουβαλιάζουμε κοντά 40.000 νοματαίους στον ίδιο σάκο με μια ομάδα ρατσιστών που έγινε φίρμα.

Ρατσισμός είναι η κάθε μορφής απαξίωση ανθρώπου από άνθρωπο. Ρατσισμός είναι η περιφρόνηση, η απαξίωση του «διαφορετικού». Ρατσισμός είναι η άδικη και μεροληπτική αντιμετώπιση από τον δήθεν «ανώτερο» στον δήθεν «κατώτερο». Η μάνα της Βουλιαγμένης κι η μάνα του Ωραιόκαστρου ρατσίστριες και οι δύο. Μόνο που η πρώτη δεν το ήξερε. Και η δεύτερη το θεωρεί εύσημο.

Κι έτσι συνεχίζουμε. Από τότε μέχρι τώρα, μέχρι πάντα. Να περιθωριοποιούμε τα παιδιά. Τα παιδιά που δεν φταίνε.

Αλλά ΘΑ φταίξουνε.