Αδικεί τον Τσίπρα η αντιπολίτευση. Τον αδικεί όταν περιορίζει την κριτική της στο να καταγγέλλει τα «ψέματά» του. Η εκδοχή του Τσίπρα που διέλαμψε στη ΔΕΘ –αυτό το παραγινωμένο φύραμα υπολογισμένης αγανάκτησης και αλόγιστης αυτοπεποίθησης –δεν είναι τόσο απλή.

Ο Πρωθυπουργός παραμένει δεξιοτέχνης. Εχει τη δεξιοτεχνία ακροβάτη που ισορροπεί όρθιος πάνω σε ξύλινο αλογάκι. Αποδέχεται τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, αλλά περιμένει από τα δικαστήρια να διαλευκάνουν τη «σκοτεινή υπόθεση». Υιοθετεί τις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά δεν στέργει να στηρίξει το στέλεχος στο οποίο τις έχει αναθέσει. Ομνύει στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, αλλά δεν δίνει «ούτε μια πιθανότητα» να αποφασίσει εκείνη ανεξαρτήτως από τις επιλογές του.

Υπερασπίζεται και την ολιγοπωλιακή ρύθμιση και την αυτορρύθμιση της τηλεοπτικής αγοράς. Της φόρεσε πρώτα σιδερένια μπάλα και την αφήνει τώρα απερίσπαστη να χορέψει.

Οι επικριτές του Τσίπρα φρικιούν με αυτές τις αντιφάσεις, παραγνωρίζοντας ότι η αντίφαση ήταν πάντα η μέθοδός του. Ούτε μπροστά, ούτε πίσω. Ιλιγγιώδης ακινησία, μια αριστερά μία δεξιά, πάνω στο αλογάκι.

Ακόμη και η στιγμή που του καταλογίζεται ως επικοινωνιακό Βατερλώ, η στιγμή που τάχα θύμωσε, δεν ξέφυγε από τις προδιαγραφές του αφηγήματός του. Αντιθέτως. Με τον προσήκοντα «θυμό» αντιμετώπισε τους δημοσιογράφους των καναλιών σαν μια βολεμένη ελίτ που, επιτέλους, ήρθε η ώρα της να πληρώσει.

Μπορεί οι επαγγελματίες της πολιτικής και των media να μέτρησαν αυτή τη συμπεριφορά σαν την πιο βάναυση από τις μορφές του συριζαϊκού λαϊκισμού. Ομως για τον Τσίπρα αυτός είναι ο μόνος τρόπος να ενσαρκώσει τουλάχιστον ένα μέρος του ρόλου που έχει υποσχεθεί στο κοινό του.

Πολλοί περιμένουν ότι οι νεωτερισμοί της κυβέρνησης στα θεσμικά –ο τρόπος με τον οποίο «παίζει» με την ενημέρωση, τη Δικαιοσύνη, το Σύνταγμα, τα δημοψηφίσματα –θα είναι αυτό που τελικώς θα την καταδικάσει. Θα γκρεμιστεί, λένε, πιο γρήγορα από το σύστημα που επιχειρεί να γκρεμίσει.

Σε αυτές τις προβλέψεις θα μπορούσε να απαντά η ετυμηγορία μιας παλιάς κομμουνίστριας της ΕΣΣΔ –όπως την κατέγραψε η νομπελίστα Σβετλάνα Αλεξίεβιτς. Πιστεύετε, λέει, στ’ αλήθεια ότι το καθεστώς μας κατέρρευσε επειδή μάθαμε τι γινόταν στα γκουλάγκ; Αυτά απασχολούν μόνο όσους γράφουν βιβλία Ιστορίας. Το καθεστώς μας κατέρρευσε επειδή δεν είχαμε χαρτί υγείας. Επειδή δεν είχαμε πορτοκάλια. Επειδή δεν είχαμε αυτά τα καταραμένα τα μπλουτζίν.

Η σύγκριση είναι βέβαια παρατραβηγμένη. Αλλά, τηρουμένων των αναλογιών, θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι ιστορικές πρωτοτυπίες της κυβέρνησης Τσίπρα δεν της κοστίζουν. Ο ιστορικός χρόνος δεν βιώνεται στο παρόν. Ο Τσίπρας θα μπορεί να πειραματίζεται με τους θεσμούς, όσο η κοινωνία θα μπορεί να απορροφά τον πόνο από τις επιδόσεις του στην οικονομία.

Μέχρι τότε εκείνος θα είναι λιγότερο ισχυρός απ’ ό,τι φαντάζεται. Αλλά και ισχυρότερος απ’ ό,τι τον νομίζουν οι αντίπαλοί του.