«Η οικονομία της χώρας έχει εισέλθει σε ένα κλίμα χαμηλών προσδοκιών». Με αυτή τη φράση περιέγραψε την κατάσταση στην αγορά η αντιπροσωπεία του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών που συναντήθηκε με τον Αλέξη Τσίπρα στο γραφείο του. Οπως είπε ο Θεόδωρος Φέσσας στον Πρωθυπουργό, παρά το γεγονός ότι η πρώτη αξιολόγηση έκλεισε πριν από το καλοκαίρι και παρά τις δημόσιες δεσμεύσεις των κυβερνητικών για επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων, η αγορά βλέπει παλινδρομήσεις και αμφιθυμία από την πλευρά των στελεχών και των υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ. Με τη χώρα σε κατάσταση δραματικής αποεπένδυσης, η κυβέρνηση αδυνατεί να δημιουργήσει το κατάλληλο περιβάλλον που θα κινητοποιήσει επενδυτικό ενδιαφέρον και θα προκαλέσει ένα αναπτυξιακό σοκ. Κι έπειτα, η υπερφορολόγηση χαμηλώνει δραματικά τον πήχη. Επιχειρηματίες βρίσκονται σε φάση απομόχλευσης, αφού το βάρος των φόρων και των υπερβολικών εισφορών λειτουργεί αποτρεπτικά για κάθε νέα επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ τα εξειδικευμένα στελέχη φεύγουν από τη χώρα καθώς δεν βλέπουν προοπτικές προσωπικής εξέλιξης.

Οι εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου που αντιλαμβάνονται ότι η κυβέρνηση δεν έχει περιθώρια μείωσης της φορολογίας, επέμεναν ότι θα πρέπει πάση θυσία να ψηφιστούν διαρθρωτικά μέτρα όπως η προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών –που όπως υπολογίζουν μπορεί να αυξήσει τα έσοδα του ΦΠΑ κατά ένα δισ. ετησίως –και τα αντικίνητρα για τη χρήση μετρητών. Είπαν επίσης στον Πρωθυπουργό ότι πρέπει να προχωρήσει η ηλεκτρονική τιμολόγηση σε όλες τις επιχειρηματικές συναλλαγές, αλλά και η διευθέτηση των κόκκινων δανείων που θα βοηθήσει τη ρευστότητα στην αγορά ώστε κάποια στιγμή να επανέλθει μια κανονικότητα και να χρηματοδοτηθούν οι υγιείς επιχειρήσεις.

Ολοι όσοι συνομιλούν τελευταία με τον Πρωθυπουργό αντιλαμβάνονται ότι ο ίδιος και η κυβέρνησή του έχουν εγκλωβιστεί στο ζήτημα της διευθέτησης του δημόσιου χρέους, το οποίο αντιμετωπίζει σχεδόν εμμονικά ως το αντικλείδι που θα ξεκλειδώσει την υπόθεση της ανάπτυξης. Σύμφωνα με το κυβερνητικό σκεπτικό, η ρύθμιση του χρέους θα επιτρέψει στη χώρα να χαμηλώσει τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα και κατά συνέπεια τους φορολογικούς συντελεστές, ώστε να δημιουργήσει ευνοϊκότερες προϋποθέσεις ανάπτυξης. Πλην όμως ακόμη και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται να αποδέχεται στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις του ότι «οι ξένοι του μετακινούν συνεχώς τα γκολπόστ» όσον αφορά τη διευθέτηση του χρέους. Αντιλαμβάνεται δηλαδή και ο ίδιος ότι το θέμα καίει πολιτικά τη Μέρκελ, που θα πάει στις κάλπες το φθινόπωρο με το ελληνικό ζήτημα ανοιχτό, παρά το γεγονός ότι το ΔΝΤ πιέζει ζητώντας λύση και απειλεί με έξοδο από το ελληνικό πρόγραμμα. Κοινώς, τα καλά νέα αργούν. Με τον τρόπο αυτό όμως η χώρα μένει βαλτωμένη μεταξύ αξιολογήσεων και δόσεων, κινούμενη περισσότερο με τη δύναμη της αδράνειας –γεγονός που έχουν αντιληφθεί και οι έξω, που έχουν χάσει τη διάθεση εποικοδομητικής ενασχόλησης με το ελληνικό ζήτημα. Οι ξένοι που παρακολουθούν στενά τις ελληνικές εξελίξεις προβλέπουν ότι η χώρα δεν θα μπει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το Προσφυγικό δεν θα αποτελέσει μέσο πίεσης για χαλάρωση των όρων του προγράμματος και η δεύτερη αξιολόγηση θα αργήσει δραματικά. Χαμηλές προσδοκίες δηλαδή, εντός και εκτός.