Οι προσκλήσεις, οι φωτογραφίες και οι κοινές εκδηλώσεις των ευρωπαίων Σοσιαλιστών με τον ΣΥΡΙΖΑ έχουν κατεξοχήν επικοινωνιακό χαρακτήρα και γι’ αυτό αναπαράγουν συνεχώς το ίδιο μοτίβο. Οι μεν επιδεικνύουν τον μνημονιακό κ. Τσίπρα σαν δείγμα ότι ο «ριζοσπαστισμός» είναι κάτι σαν παιδική αρρώστια και ότι η ενηλικίωση δεν μπορεί παρά να είναι «σοσιαλδημοκρατική». Ο κ. Τσίπρας, από τη μεριά του, έχει ανάγκη την επίδειξη κάποιων συμμάχων που να μην ταυτίζονται με την ιδιότητα του επιτηρητή, του δανειστή ή του χωροφύλακα της περιοχής.

Ομως, πέρα από τις επικοινωνιακές όψεις, το γεγονός είναι ενδεικτικό των ιδεολογικών – πολιτικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν αφενός η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, αφετέρου η λεγόμενη ριζοσπαστική Αριστερά, στην οποία οι μελετητές κατέτασσαν τον ΣΥΡΙΖΑ πριν βρεθεί στην εξουσία με τη θολή φυσιογνωμία ενός εθνικολαϊκιστικού μορφώματος. Λίγα χρόνια πριν, πολλοί πίστευαν ότι μεταξύ των δύο χώρων θα μπορούσε να αναπτυχθεί μια θετική διαλεκτική αλληλεπηρεασμού. Με άλλα λόγια, ότι η «ριζοσπαστική Αριστερά» θα μπορούσε να λειτουργήσει αναζωογονητικά για τη «γερασμένη» σοσιαλδημοκρατία και η σοσιαλδημοκρατία να «προσγειώσει» τη δημαγωγική και μειοψηφική ριζοσπαστική Αριστερά. Τα δεδομένα που τροφοδοτούσαν τέτοιες συζητήσεις ήταν αφενός η πρόβλεψη ότι η κρίση του 2008 θα ριζοσπαστικοποιούσε τις κοινωνίες και αφετέρου η σημειούμενη άνοδος κάποιων αριστερών ριζοσπαστικών κομμάτων, γεγονός που έμοιαζε να επαληθεύει την προσδοκία. Ετσι, η αποκληθείσα ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά συγκέντρωσε το ενδιαφέρον τόσο της πολιτικής επιστήμης όσο και του δημόσιου λόγου. Η ενδυνάμωσή της υπήρξε σύμπτωμα της αποσυσπείρωσης των παραδοσιακών κομματικών συστημάτων και των απότομων μεταπτώσεων της κοινής γνώμης.

Ωστόσο, η τάση δεν ήταν γενικευμένη. Εκδηλώθηκε σε κάποιες χώρες, απουσίασε σε άλλες, γεγονός που αύξησε ακόμη περισσότερο την έτσι κι αλλιώς μεγάλη ιδεολογικοπολιτική ανομοιογένεια των κομμάτων. Ξεκινώντας από μια αντικαπιταλιστική φυσιογνωμία, η ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά υιοθέτησε συχνά μια λαϊκιστική ρητορεία που την έκανε πιο πολυσυλλεκτική, και κατάφερε σε κάποιες χώρες να γίνει δύναμη διακυβέρνησης. Οι μεταρρυθμιστικές της προτάσεις ήταν πρωτόλειες, παρέπεμπαν στην παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία της εποχής του έθνους – κράτους, αδιαφορώντας για τις αιτίες που είχαν καταστήσει αναποτελεσματικό ή μη ρεαλιστικό τον παλαιό αριστερό προγραμματικό λόγο. Προέβαλε συνήθως μια ευρωσκεπτικιστική αντίληψη, είτε δηλώνοντάς την ανοιχτά είτε απορρίπτοντας την υπαρκτή διαδικασία ενοποίησης στο όνομα μιας μελλοντικής ιδανικής Ενωμένης Ευρώπης. Ο ΣΥΡΙΖΑ στην άνοδό του αποτέλεσε το «καμάρι» αυτής της Αριστεράς, και το γεγονός όπλιζε τον κ. Τσίπρα με το θράσος να αποκαλεί «Ολαντρέου» τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας.

Η ορμή της ριζοσπαστικής Αριστεράς αποδείχτηκε όμως πρόσκαιρη. Επιπλέον, οι επιτυχίες της υπέσκαψαν αντί να ενισχύσουν το κύρος της. Ο ΣΥΡΙΖΑ απογοήτευσε τους μισούς για την κυνική μνημονιακή κωλοτούμπα που έκανε, και τους άλλους μισούς για την καταστροφική διαχείριση της οικονομίας το 2015. Ούτε όμως η μετριοπαθέστερη αριστερή συμμαχία στην Πορτογαλία ούτε το Podemos στην Ισπανία, με τα προβλήματά τους και τις ανεπάρκειές τους, έδωσαν ώθηση στον αριστερό ριζοσπαστικό χώρο. Αρνητικά επέδρασε και η τραγική κατάληξη του «τσαβισμού» και η συνεπαγόμενη απομυθοποίηση του αριστερού λαϊκισμού. Ετσι, οι προσδοκίες ότι η ριζοσπαστική Αριστερά θα συνέβαλε στην αναζωογόνηση της σοσιαλδημοκρατίας, όπου και για όποιους τις πίστεψαν, διαψεύστηκαν γρήγορα. Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει δεδομένου του παρωχημένου προγραμματικού και ιδεολογικού λόγου της ριζοσπαστικής Αριστεράς; Μόνο οι πιο στριμωγμένες πολιτικά δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας παίζουν ακόμη αυτό το επικοινωνιακό χαρτί. Ο Ολάντ με την επίμονη αναζήτηση μιας πινελιάς ριζοσπαστισμού μέσω του κ. Τσίπρα αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα.

Αν αυτή η προσδοκία διαψεύστηκε και ελάχιστα απασχολεί τον δημόσιο λόγο, στην Ελλάδα, η συζήτηση αντιστράφηκε με το ερώτημα: θα γίνει σοσιαλδημοκρατικός ο ΣΥΡΙΖΑ; Το επιθυμούν οι ευρωπαίοι Σοσιαλιστές για να τον ενσωματώσουν στην ομάδα τους και να «βάλουν σε μια γραμμή» την Ελλάδα. Παίζει το χαρτί ο κ. Τσίπρας, ξέροντας μάλιστα ότι οι συνομιλητές του είναι αρκετά ευγενείς ώστε να μην τον αποκαλέσουν Τσιπρολάντ. Το παίζει κατ’ αρχάς για κομματικό όφελος: μέσω του συγχρωτισμού με τους Σοσιαλιστές απευθύνεται στον μεσαίο χώρο στριμώχνοντας τις κεντροαριστερές δυνάμεις. Εχει όμως και έναν επιπλέον σκοπό. Επιδιώκει να αναζωογονήσει το διεθνές προφίλ του που δοκιμάζεται μετά το ξεφούσκωμα των προσδοκιών ή των ανησυχιών που είχε γεννήσει στη διεθνή κοινή γνώμη η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Ο κ. Τσίπρας εισπράττει πλέον προσωπικά την επάνοδο του «ελληνικού προβλήματος» στο επίπεδο της εθνικής αρνητικής ιδιαιτερότητας, της μόνης δηλαδή χώρας που δεν καταφέρνει να βγει από τα Μνημόνια και σέρνεται επί χρόνια σε κατάσταση στασιμοχρεοκοπίας.

Την ίδια βεβαίως ώρα, η προοπτική της σοσιαλδημοκρατικής μετεξέλιξης ελάχιστα απασχολεί τον κομματικό οργανισμό του ΣΥΡΙΖΑ και το επικείμενο Συνέδριό του. Οχι μόνο γιατί τα στελέχη του ελάχιστα επικοινωνούν με αυτή την πολιτική κουλτούρα, αλλά και γιατί το παιχνίδι σε «διπλό ταμπλό» εκφράζει καλύτερα την κατάσταση αυτού του χώρου. Ευρωσοσιαλιστικές παρέες στο εξωτερικό και εθνικολαϊκιστικές μέθοδοι για την απόσπαση της συναίνεσης στο εσωτερικό. Σε αυτό άλλωστε συνίσταται και η κυβερνητική του πρακτική. Αποδοχή του Μνημονίου για το οποίο υπογράφουμε ό,τι μας δώσουν και από την άλλη οπισθοδρομικές «αριστερές» επεμβάσεις στο κράτος, στη Δικαιοσύνη, στην εκπαίδευση, στα μαζικά μέσα ενημέρωσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα παίζει για πολύ ακόμη στο «διπλό ταμπλό» και σε κρίσιμες στιγμές, εκλογικές ή μη, ο κ. Τσίπρας θα απευθύνεται στο εθνικολαϊκιστικό θυμικό της χώρας και του ακροατηρίου του.

Ετσι, το ερώτημα «θα γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ σοσιαλδημοκρατικός;» είναι ανούσιο και δεν μπορεί να αποτελεί αφετηρία για τη στάση απέναντι στην κυβέρνηση. Το σχετικό ερώτημα είχε τη σημασία του για το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80. Τότε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία είχε μια ιδεολογική ηγεμονία και έδινε το πλαίσιο μέσα στο οποίο το κόμμα μπορούσε να λύσει τις αντινομίες του –πόσω μάλλον που δεν προερχόταν από την κομμουνιστική παράδοση. Σήμερα η σοσιαλδημοκρατία δεν έχει ισχυρή ιδεολογική – προγραμματική ταυτότητα ώστε η υιοθέτησή της να συνεπάγεται μια πολύ προσδιορισμένη πολιτική συμπεριφορά. Και αντιστρόφως, μπορείς κάλλιστα να προσχωρήσεις στη σοσιαλδημοκρατική ομάδα και να συνεχίσεις να είσαι ένα κρατικιστικό, αυταρχικό, πελατειακό και δυνάμει διεφθαρμένο κόμμα, ιδίως σε μια χώρα όπως η Ελλάδα όπου δεν υπάρχει σοσιαλδημοκρατική παράδοση.

Κοντολογίς, αυτό που γυρεύουμε στην Ελλάδα είναι το κόμμα της εθνικής ανασυγκρότησης και από αυτή την οπτική η μεταρρυθμιστική Αριστερά ασκεί κριτική στο νέο κομματικό σύστημα. Χωρίς να ξεχνάμε το θλιβερό γεγονός ότι στην περίοδο της μεγαλύτερης κρίσης του καπιταλισμού μετά το 1929, σύμπασες οι Αριστερές υποχωρούν ενώ κερδίζει έδαφος η λαϊκιστική Ακροδεξιά. Κι αυτό σε μια εποχή που έχει ξανατεθεί ένα τυπικά σοσιαλδημοκρατικό πρόβλημα: πώς θα βρεθεί εκ νέου μια θετική συνέργεια μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης.

*Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου