Σε κάποιο σημείο της αυτοβιογραφίας του ο Τζόνι Ρότεν έγραφε ότι επρόκειτο για ένα ζόρικο και υπολογίσιμο κορίτσι. Και η αλήθεια είναι ότι η Κρίσι Χάιντ, αυτή η «ωραία τύπισσα» που πέρασε από το ροκ, το πανκ και το new wave και έπειτα τα ανάμειξε στους Pretenders, που διαδήλωσε κατά του Πολέμου στο Βιετνάμ και που θα είχε κάμποσες ιστορίες να διηγηθεί με τον Σιντ Βίσιους, τον Ιγκι Ποπ ή με παρέες επιεικώς βάναυσων μηχανόβιων, τέτοια ακριβώς εντύπωση έδινε. Κρατούσε την κιθάρα της με αντρικές πόζες, χώριζε τον έναν μουσικό για να παντρευτεί τον άλλον, απέρριπτε τους δοσμένους γυναικείους ρόλους κάνοντας ταυτόχρονα παλιομοδίτικες δηλώσεις και τραγουδούσε με φωνή δροσερή αλλά και σκληρή, αισθησιακή μα και ακανόνιστη για κακά αγόρια που θέλουν ξύλο, για τη γυναικεία ερωτική επιθυμία, τις ομορφιές της νύχτας. Κι όμως, πλάι σε όλα αυτά, ακόμα και στα πιο καλογυαλισμένα βίντεο των ύστερων Pretenders, η Χάιντ εμφανιζόταν κάπως απόμακρη, αμφίθυμη. Σαν η έντασή της να στρεφόταν και εντός. Σαν παράλληλα να σκεφτόταν και κάτι άλλο.

Ως μαθήτρια, αντί για το σχολείο ή τα αγόρια, ενδιαφερόταν περισσότερο για τις μπάντες που έπαιζαν στο κοντινό Κλίβελαντ –μεγάλωνε στο μεσοδυτικό Εϊκρον του Οχάιο με δυο γονείς που πίστευαν «στη νόρμα, στον μέσο όρο, στον κανόνα του χρυσού», εξού και σύντομα προτίμησε τις χαρές των 60s. Οταν ήρθε η ώρα έσπευσε για σπουδές στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Κεντ –την 4η Μαΐου 1970, όταν τέσσερις φοιτητές έπεσαν νεκροί σε αντιπολεμική διαδήλωση από αστυνομικούς, ήταν παρούσα. Κάποια στιγμή αποφάσισε να μετακομίσει στο Λονδίνο με τις ωραίες μουσικές: έπιασε δουλειά ως κριτικός του «ΝΜΕ» και παρότι δεν τα πήγαινε κι άσχημα, τα παράτησε. Μια περίοδο εργαζόταν στην μπουτίκ SEX της Βίβιεν Γουέστγουντ και του Μάλκολμ Μακλάρεν, φτιάχνοντας κοσμήματα από ταμπόν ή προφυλακτικά. Κάποτε παραλίγο να παντρευτεί τον Σιντ Βίσιους για να πάρει βίζα παραμονής: στην πρώτη προσπάθεια το ληξιαρχείο απεργούσε και στη δεύτερη ο γαμπρός έπρεπε να ξεμπερδέψει από κάτι δικαστήρια. Η Χάιντ πίστευε ότι «κάθε εμπειρία είναι καλύτερη από καμία εμπειρία».

Στα χρόνια των Pretenders το μότο της προφανώς επιβεβαιώθηκε. Ακόμα και οι μουσικές απόπειρες που προηγήθηκαν περιελάμβαναν ένα πέρασμα από τους Masters of the Backside πριν εξελιχθούν στους Damned και ένα άλλο από τους Clash. Τελικά το συγκρότημά της δημιουργήθηκε το 1978 με τη βοήθεια του μπασίστα Πιτ Φάρντον και του κιθαρίστα Τζέιμς Χάνιμαν-Σκοτ, και οι δύο όμως, κι αφού κυκλοφόρησαν τα εξαίσια «Pretenders» και «Pretenders II», εγκατέλειψαν τα εγκόσμια λόγω υπερβολικής δόσης. Οι επισκέψεις της Χάιντ σε εκείνο το ληξιαρχείο θα συνεχίζονταν, πλέον με τον Ρέι Ντέιβις των Kinks, αν και στη δική του απόπειρα το ζεύγος ήταν σε τέτοιο χάλι ώστε ο υπάλληλος τους πρότεινε να το ξανασκεφτούν. Ανάμεσα βέβαια σε όλα αυτά τα γλαφυρά, υπήρχε και εκείνη η ιστορία με τους μηχανόβιους που η μουσικός θα περιέγραφε για πρώτη φορά στην περσινή αυτοβιογραφία της, με φράσεις όπως «το τριχωτό τσούρμο κοιτάχτηκε στα μάτια, ήταν η τυχερή τους μέρα» ή «βγάλε τα γαμημένα τα ρούχα σου, βούλωσέ του και βιάσου, έχουμε δουλειά».

Η αίσθηση που προκλήθηκε δεν αφορούσε μόνο το γεγονός καθαυτό (το οποίο η Χάιντ ποτέ δεν χαρακτήρισε βιασμό) αλλά και την αντίδρασή της. «Οπως και αν το δείτε, το φταίξιμο ήταν δικό μου και αναλαμβάνω όλη την ευθύνη» έγραφε. Η παθούσα Τζάκι Φουξ των Runaways μίλησε για «πολύ επικίνδυνο μήνυμα» και η Χάιντ, από εκεί που ασχολιόταν κυρίως με τα δικαιώματα των ζώων ή με τις δύο κόρες της (η μία από εκείνη την ταλαίπωρη σχέση με τον Ντέιβις, η άλλη από τον Τζιμ Κερ των Simple Minds), βρέθηκε να απολογείται για πράγματα που νόμιζε ότι είχε εξηγήσει. Ισως για το απαιτητικό κοινό να έφταιγε ότι στο βιβλίο της εκείνη η αμφιθυμία, η αίσθηση του απόμακρου, επιβεβαιωνόταν. Κι όμως, όταν σε μια συνέντευξή της πιέστηκε ξανά για την αποφράδα νύχτα, αποκρίθηκε ζωηρά: «Δεν με νοιάζει τι πιστεύουν οι άλλοι. Μην το αγοράσετε το ρημάδι το βιβλίο αν προσβάλλεστε. Μην ακούτε τους δίσκους μου. Απλώς λέω την ιστορία μου, δεν είμαι εδώ για να συμβουλέψω κανέναν ή για να σας πω τι να κάνετε και να σκεφτείτε. Δεν είμαι εκπρόσωπος κανενός. Απλώς λέω την ιστορία μου».