Tο «ελληνικό δαιμόνιο» είναι ένα κλισέ που χρησιμοποιείται πότε με εθνική υπερηφάνεια, για Ελληνες που διαπρέπουν στο εξωτερικό, και πότε σαρκαστικά, για ευφάνταστες κομπίνες ελληνικής πατέντας και εγχώριας εφαρμογής. Το ελληνικό δαιμόνιο εμφανίζεται, δηλαδή, ως κάτι δισυπόστατο, αλλά με τις δύο υποστάσεις του χωρισμένες γεωγραφικά: η μία θριαμβεύει εκτός συνόρων, ενώ η άλλη είναι, θα λέγαμε, το καλλιτεχνικό επιστέγασμα της ελληνικής παρανομίας.

Προσωπικά δεν είμαι βέβαιος τι είναι, πώς ορίζεται ή αν υπάρχει καν το ελληνικό δαιμόνιο. Αν πρέπει όμως να πιστέψουμε στην ύπαρξή του, ο λόγος δεν είναι το έργο των Ελλήνων που ξέφυγαν από τη βαρυτική έλξη του πλανήτη Ελλάς αλλά κάποιων άλλων Ελλήνων, που αντέχουν στην επιφάνειά του, δημιουργούν και προσφέρουν κόντρα σε δυνάμεις εχθρικές για οτιδήποτε περισσότερο από μια φυτική επιβίωση ή μια εφήμερη ψεύτικη λάμψη. Πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτών των άλλων Ελλήνων η χρυσή ολυμπιονίκης Αννα Κορακάκη, που με τις συνθήκες στις οποίες την ανάγκασαν να προετοιμαστεί δεν θα μπορούσε λογικά να διεκδικήσει όχι ολυμπιακό μετάλλιο αλλά ούτε κούκλα σε σκοπευτήριο λούνα παρκ.

Αν η Ελλάδα μετέχει κάπως στον σύγχρονο κόσμο, αν κάποια πράγματα εδώ λειτουργούν, αν κάπου υπάρχει πρόοδος και δεν έχουμε παραδοθεί εντελώς στις δυνάμεις ενός ανατολίτικου στάσιμου χάους, πρόκειται για θαύμα που το οφείλουμε σε αυτές τις αληθινές ενσαρκώσεις του «ελληνικού δαιμονίου», το οποίο είναι και ένα είδος παλαβομάρας. Θυμάμαι κάτι λιανούς καθηγητές μου στο γυμνάσιο και το λύκειο να παθιάζονται μέσα στο φθαρμένο κοστούμι τους για να μας μεταδώσουν κάτι περισσότερο από όσα τους υποχρέωνε το πρόγραμμα σπουδών, κάτι από τον ενθουσιασμό τους για τη γνώση. Θυμάμαι εκείνους τους υπέροχα τρελούς μηχανικούς του Μετσόβιου στον σεισμό του 1981, που πριν ενδιαφερθούν για την κατάσταση των σπιτιών τους έτρεξαν στην Ακρόπολη να δουν μήπως είχαν πάθει ζημιές οι κολόνες του Παρθενώνα.

Γνώρισα σε ελληνικά νοσοκομεία γιατρούς με διεθνείς περγαμηνές και μισθό καθαρίστριας του Δημοσίου που πανηγύριζαν σαν μικρά παιδιά επειδή έσωσαν μια ζωή. Γνώρισα νοσηλεύτριες απλήρωτες για μήνες, που αναγκάζονταν να παίρνουν ταξί για να έρθουν έγκαιρα στο νοσοκομείο από την άλλη άκρη του Λεκανοπεδίου, αλλά έτρεχαν με άσβηστο χαμόγελο να περιποιηθούν τους ασθενείς. Θυμάμαι εκείνη τη διευθύντρια Εφορίας που είχε επιβληθεί με ήρεμο κύρος στο συνδικαλιστικό θηριοτροφείο των υφισταμένων της, κάνοντας, αν το διανοείστε, ομαλή τη λειτουργία της υπηρεσίας της και ανθρώπινη την εξυπηρέτηση των πολιτών. Και μου φαίνεται σχεδόν απίστευτο ότι υπάρχουν ακόμη και σήμερα ελληνικές επιχειρήσεις που στέκονται μια χαρά στη διεθνή αγορά με καινοτόμα προϊόντα, παλεύοντας συνεχώς με ένα μοχθηρό ελληνικό κράτος και τη σαδιστική γραφειοκρατία του.

Για κάθε Ιάνη Ξενάκη που δοξάστηκε έξω υπάρχει ένας Σκαλκώτας ή ένας Γιάννης Χρήστου, που έκαναν πρωτοποριακότερα πράγματα μέσα. Για κάθε Κουνέλλη υπάρχει ένας ακόμη σημαντικότερος Μπουζιάνης. Για κάθε μεγάλο έλληνα επιστήμονα του εξωτερικού, έναν Παπανικολάου ή έναν Καραθεοδωρή, υπάρχει ένας εξίσου μεγάλος έλληνας επιστήμονας του εσωτερικού, ένας Πικιώνης ή ένας Αρης Κωνσταντινίδης. Ολοι αυτοί και πλήθος άλλοι σπουδαίοι από αυτούς που έμειναν ή επέστρεψαν στην Ελλάδα δούλεψαν σε ασύγκριτα πιο αντίξοες συνθήκες από ό,τι οι μέτοικοι φορείς του «ελληνικού δαιμονίου». Ακόμη και αποθεωμένες μορφές της ελληνικής τέχνης όπως ο Κουν, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης αντιμετώπισαν κάποτε με το έργο τους την έχθρα της τάξης τους, του κόμματός τους, του κράτους και μεγάλου μέρους της κοινωνίας.

Γιατί ουσιαστικά έχει δίκιο ο κ. Μπαλτάς για την αριστεία ως ρετσινιά. Στην Ελλάδα είναι πράγματι μέγα αμάρτημα να αριστεύεις. Είναι ύβρις προς τη δημοκρατία των μετρίων και των αχρήστων, δηλαδή τη φυσική κατάσταση πραγμάτων στη χώρα. Βλέπετε, το «ελληνικό δαιμόνιο» δεν είναι κατανεμημένο δημοκρατικά. Αλλά αυτή η ύβρις του είναι που μας δίνει μια παραπλανητικά ψηλή θέση στον σύγχρονο κόσμο, όπως η θέση της Ελλάδας φέτος στον πίνακα των ολυμπιακών μεταλλίων είναι ψηλότερη από την αθλητική παιδεία της.