Το καλοκαίρι του 1991 στην Αθήνα ήταν θερμό. Αιτία δεν ήταν μόνο ο υδράργυρος που ανέβαινε και ταλαιπωρούσε από τις πρώτες πρωινές ώρες τους περιπατητές στο κέντρο της πόλης. Ηταν και η προετοιμασία για την πολυσυζητημένη συναυλία του Λουτσιάνο Παβαρότι την οποία οργάνωνε το Φεστιβάλ Αθηνών στο Ηρώδειο για τις 27 Ιουλίου.

Ο ιταλός τενόρος, στο απόγειο τότε της φήμης του, θα εμφανιζόταν με την Ορχήστρα Φιλαρμόνια και η τράπεζα Citibank χορηγούσε ένα τμήμα του υπέρογκου κόστους της εκδήλωσης. Η προπώληση των εισιτηρίων είχε φέρει από τα ξημερώματα τους θαυμαστές του Παβαρότι στα ταμεία του Φεστιβάλ, στη Στοά Σπυρομήλιου (σ.σ.: σημερινό CityLink). Τα επεισόδια από αυτήν την πολύμηνη προετοιμασία καθώς και από τη βραδιά της συναυλίας κατέγραφαν με λεπτομέρειες τα ρεπορτάζ των «ΝΕΩΝ»:

«Εξεγέρθηκε και η Εταιρεία των Φίλων της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, για τα εισιτήρια της συναυλίας Παβαρότι!» γράφει το φύλλο της 23ης Ιουλίου με τις ακόλουθες επισημάνσεις:

«Ενώ έλαβαν οι θαμώνες των μπουζουκομάγαζων και ενώ η μαύρη αγορά ήδη κάνει θραύση», σημειώνεται σε σχετική ανακοίνωση, «οι υπεύθυνοι του φεστιβάλ αρνήθηκαν έστω και πενήντα εισιτήρια ως χειρονομία (επί πληρωμή εννοείται) προς ένα σωματείο, την ΕΦΕΛΣ, πλέον των πεντακοσίων μελών, που είναι κατά τεκμήριο λάτρες της Οπερας και που δεν χάνουν παράσταση ή συναυλία, από εκείνες των επτακοσίων θεατών, στο Ηρώδειο. Η όλη υπόθεση μόνο λύπη και ντροπή προκαλεί.

Αυτό όμως το σκάνδαλο δεν είναι το μόνο. Δεν πρέπει μέσα στον θόρυβο που προκάλεσε ο σκανδαλώδης τρόπος διάθεσης των εισιτηρίων να παραμεριστεί το θέμα που δημιουργεί το μέγα κόστος της συναυλίας. Θα ανέλθει, όπως υπολογίζεται, σε 90 εκατομμύρια, εκ των οποίων 50 θα καταβάλει η χορηγός Citibank, σε περίπου 10 θα ανέλθουν οι εισπράξεις, οπότε θα μείνει ένα παθητικό 30 εκατομμυρίων δρχ.!

Η αμοιβή του διάσημου τενόρου είναι 200 εκατομμύρια λιρέτες (περίπου 32 εκατομμύρια δρχ.). Αυτή είχε ζητηθεί εξαρχής. Τα προβλήματα που προέκυψαν στη συνέχεια ήταν οικονομικά, αλλά αφορούσαν άλλους παράγοντες:

Ζητήθηκε να έλθει στην Αθήνα η ορχήστρα τρεις ημέρες πριν από τη συναυλία αντί της καθιερωμένης μιας, γεγονός που αύξησε σημαντικά τις δαπάνες διαμονής και διατροφής 120 ατόμων. Υπεδείχθη για τις μεσολαβήσεις καλλιτεχνικός πράκτορας στη Βιέννη, που η αμοιβή του ανέρχεται σε 7 εκατομμύρια δραχμές. Επεβλήθη άλλο ένα πρόσωπο που θα έκανε κρατήσεις ξενοδοχείων κ.λπ. έναντι 3,5 εκατ. δρχ. Ζητήθηκε να μεταφερθεί ο κ. Παβαρότι στην Αθήνα και στη συνέχεια στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη με ιδιωτικό τζετ. Υπήρξε επίσης κατηγορηματική άρνηση οι εισπράξεις της συναυλίας να δοθούν υπέρ των Ελλήνων προσφύγων από την Αλβανία, με το αιτιολογικό ότι η συναυλία θα αποκτούσε πολιτικό χαρακτήρα. Με αποτέλεσμα ο χορηγός που είχε διατεθεί να πληρώσει όλα τα έξοδα της συναυλίας (σ.σ. το συνολικό ποσό είχε υπολογιστεί σε 98 εκατομμύρια δραχμές) να αποσυρθεί και να αντικατασταθεί από τη Citibank. Στην οποία ακριβώς παραχωρήθηκε το δικαίωμα να προαγοράσει σχεδόν 1.000 εισιτήρια για τις καλύτερες θέσεις του Ηρωδείου, με τα γνωστά αποτελέσματα για τους ταλαίπωρους θεατές».

Και στις 29 Ιουλίου, ο Γιώργος Σαρηγιάννης καταγράφει στο ρεπορτάζ του τη συναυλία-καύχημα εκείνου του καλοκαιριού:

«Ηταν εκεί. Τεράστιος, με το λευκό μαντίλι στο χέρι. Με τη μεγάλη φωνή του, τα «τσακίσματα» α λα ιταλιάνα, το θριαμβευτικό χαμόγελο στο ανοιγμένο στόμα με την εντυπωσιακή οδοντοστοιχία, τα ανοιχτά χέρια που «αγκαλιάζουν» τους θεατές και ύστερα οι παλάμες τους ενώνονται μπροστά στο μέτωπο και το ρεπερτόριο που μόνο σκοπό έχει «να αρέσει». Ενας μύθος, που σε μια υπαρκτή, είναι η αλήθεια, και στέρεη «βάση» καλλιεργήθηκε πολύ προσεκτικά και εξαργυρώνεται ανάλογα –αυτό ακριβώς που περίμεναν οι 5.000 θεατές που γέμισαν το Ηρώδειο.

Τι κι αν κάποιοι «μελομανείς» ελαφρώς απογοητεύτηκαν, τι κι αν κάποιοι που ζητούν το κάτι παραπάνω βρήκαν να λείπει η ερμηνευτική έκφραση, τι κι αν κάποιοι έκριναν το όλο φαινόμενο «πλαστικό», τι κι αν κάποιοι γκρίνιαξαν «γιατί όλους αυτούς να τους ακούμε όταν αρχίζει η κάμψη τους;», τι κι αν το πρόγραμμα δεν ήταν χορταστικό –το «ευρύ κοινό» ήθελε τον Λουτσιάνο Παβαρότι – σουπερστάρ και τον είχε!

Οι πύλες άνοιξαν στις 7.45 και στις 8.15 το άνω διάζωμα ήταν ήδη γεμάτο, ενώ ως τις 9 παρά τέταρτο γέμισε και το κάτω –οι προειδοποιήσεις ότι οι καθυστερημένοι θα μείνουν έξω έπιασαν τόπο. Κοστούμια, γραβάτες, τουαλέτες, καινούργια μοντέλα, καπέλα εντυπωσιακά. Μαυρισμένα κορμιά, γυμνές πλάτες και ώμοι, προσεγμένες κομμώσεις και μακιγιάζ αλλά και αρκετό «κιτς» κυριάρχησαν στις πρώτες σειρές και στις κεντρικές κερκίδες: οι «κοσμικοί» ήταν εκεί! Ηταν η βραδιά τους! Είχαν βάλει τα μέσα τους, είχαν βρει τα εισιτήριά τους και πλησίστιοι κατέπλευσαν. Οσο για τους πολυσυζητημένους διεθνείς VIΡ S του γνωστού πρακτορείου ταξιδιών που θα ενίσχυαν τον τουρισμό μας και ήταν το άλλοθι για τον σκανδαλώδη τρόπο διάθεσης των εισιτηρίων, δεν ήταν ορατοί διά γυμνού οφθαλμού…

Η ορχήστρα πήρε τις θέσεις της, οι κάμερες και οι φωτογράφοι, παρά τις διαμαρτυρίες τους, απομακρύνθηκαν και στις 9 και 2′ ακριβώς ο Λεόνε Ματζιέρα ύψωνε την μπαγκέτα του: εισαγωγή στη «Λουίζα Μίλερ» του Βέρντι που διακόπηκε από άκαιρα χειροκροτήματα…».