«Τι θέλουν οι άνθρωποι; Να αγαπηθούνε θέλουν». Ρομαντικό; Εκτός τόπου και χρόνου; Εκτός παρούσας συνθήκης. Το ύφος της Φιλαρέτης Κομνηνού δεν αφήνει περιθώρια. Αυτή είναι η ουσία και η ίδια αποφασισμένη να την εξαπλώσει. Με αυτό το «να αγαπηθούνε θέλουν», ειπωμένο τόσο πειστικά και επιτακτικά, ξεχαστήκαμε. Μιλούσαμε για τον «Αγαπητικό της βοσκοπούλας» του Δημητρίου Κορομηλά, που τη φέρνει στο «πατρικό» της θέατρο, το ΚΘΒΕ, ως Στάθαινα ή μάλλον ως την ώριμη χήρα Μάρω που ξανασυναντά τον εφηβικό της έρωτα. Μια γυναίκα που αγάπησε με πάθος τον Μήτρο, αλλά τελικά δεν τον παντρεύτηκε.

«Ο ρόλος δεν σου αποκαλύπτεται από το πρώτο διάβασμα. Είναι κρυφός» εξομολογείται εν μέσω πρόβας για την παραγωγή που θα ανοίξει για πρώτη φορά καλοκαίρι –με αιρκοντίσιον –το Βασιλικό Θέατρο της Θεσσαλονίκης. «Από αυτά, τα λεγόμενα βουκολικά, έργα έχει μείνει μέσα μας ότι οι χαρακτήρες τους είναι σχηματικοί. Η Μάρω όμως έχει μια διαδρομή μέσα στο έργο και στον χρόνο. Τότε τις χήρες σαν την κυρα-Στάθαινα είτε τις σέβονταν είτε τις είχαν στην κοινότητα του χωριού για να καλοπερνούν οι άντρες. Τη Μάρω τη σέβονται επειδή το έχει επιβάλει η ίδια. Εχει ένστικτο επιβίωσης. Και έναν αυταρχισμό. Είναι απόλυτη. Δεν παντρεύτηκε εκείνον που ερωτεύθηκε. Και όταν έρχεται εκείνος ο εφηβικός της έρωτας γίνεται σαν κοριτσάκι».

Το έργο, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1894 στην Οδησσό, «δεν κρατάει γραμμική εξέλιξη», όπως παρατηρεί η πρωταγωνίστρια, την οποία επέλεξε πρώτη ο Σταμάτης Φασουλής για την παράσταση. «Στρίβει περίεργα. Σαν κάτι ποτάμια στα βουνά». Ή σαν το ρυάκι που ρέει μπροστά από ένα χωριουδάκι, με εκκλησία και καμπαναριό και κάτι προβατάκια «αφελώς ζωγραφισμένα, σαν χαλκομανίες», όπως περιγράφει η Φιλαρέτη Κομνηνού έναν ναΐφ πίνακα στο πατρικό της. «Σε όσα σπίτια πήγαμε, αυτός ο πίνακας ερχόταν πάντα μαζί μας. Και με όλη την αδεξιότητα και την ατεχνία του, κάθε φορά που καθόμουν και τον έβλεπα γλυκαινόμουν και έπιανα τον εαυτό μου με ένα χαμόγελο στα χείλη». Είναι αλήθεια: «Πριν από χρόνια τα αντιμετωπίζαμε με μια νοσταλγία και κάπως αφ’ υψηλού αυτά τα έργα. Οτι δεν μας αφορούν. Θέλεις ο κυνισμός της εποχής, θέλεις ότι δεν έχουμε πού να ακουμπήσουμε στις μέρες μας, πάμε πια πίσω σε αυτά τα έργα, που είναι αυθεντικά σαν καθάρια πηγή».

Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. «Επειδή στις μέρες μας το ερωτικό έχει στρεβλές –κυρίως μέσω Διαδικτύου –συμπεριφορές και οι άνθρωποι μέσα από το facebook και το skype μόνο ψευδαίσθηση ερώτων δημιουργούν, αυτά τα έργα έρχονται να μας μιλήσουν για έρωτες που δεν ξεχνιούνται. Ερωτες μεγάλους και άσβεστους. Ο Μήτρος ψάχνει τη Μάρω είκοσι χρόνια στα βουνά και στα χωριά. Αυτοί οι έρωτες σού γλυκαίνουν, σου τρυφερεύουν την ψυχή».

ΚΕΙΜΕΝΑ – ΘΗΣΑΥΡΟΣ. Και, όχι, δεν είναι επίκαιρος ο «Αγαπητικός». «Εχω κουραστεί να ακούω πόσο σύγχρονο και επίκαιρο είναι το τάδε ή το δείνα έργο. Ε, λοιπόν, θα σου πω ότι τούτο δεν είναι. Mιλάει για τον έρωτα, το μόνο επίκαιρο και διαχρονικό θέμα σε όλη την ιστορία. Και το έργο έρχεται να μας θυμίσει τι σημαίνουν καθαρά και αθώα αισθήματα, ακόμη κι αν δεν τα έχουμε ή δεν τα ζούμε».

Ολα αυτά σε δεκαπεντασύλλαβο. «Ενα είδος φόρμας που στην αρχή μπορεί να σε διαολίσει, διότι θέλει απόλυτη ακρίβεια και δεν σε αφήνει να αυτοσχεδιάσεις. Μια συλλαβή να αλλάξεις, χάνεσαι. Σαν να παίζεις στην παράσταση της απόλυτης φόρμας. Κάτι ανάλογο είχα πάθει με την Ερωφίλη. Ωστόσο, μετά τον πρώτο μήνα πρόβας και τριβής με τον λόγο ήρθε η απόλαυση. Να τον εκφέρεις και να είναι σαν τραγούδι, σαν κελάρυσμα».

Με την «Γκόλφω» (του Σπυρίδωνος Περεσιάδη) του Καραθάνου και του Κακάλα πιστεύει ότι απενοχοποιήθηκε και το θεατρόφιλο κοινό απέναντι στα έργα, που κρύβουν –λέει –έναν θησαυρό. «Και ως δασκάλα, στο μάθημα, βάζω τα παιδιά να ξεκινήσουν ένα γλέντι, με ικαριώτικα. Αρχίζουν με ένα μειδίαμα, στην αρχή κάνουν άτσαλα τα βήματα και σε ένα τέταρτο χορεύουν, ευχαριστιούνται, φτάνουν σε σημείο μέθης. Αυτό είναι: όσο και να θέλουμε να πάρουμε τις αποστάσεις μας από τις ρίζες μας, η κυτταρική μνήμη είναι πολύ ισχυρή!».

ΓΙΑ ΤΟ ΚΒΘΕ

«Προσπάθεια να σταθεί στα πόδια του»

Η ηθοποιός επιστρέφει στην κυτταρική της μνήμη, «παίζοντας ένα έργο βαθιάς νοσταλγίας και επιστρέφοντας στο θέατρο που είναι σχεδόν το θεατρικό μου σπίτι. Το κατέστρεψαν το Κρατικό, το θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, επί Πολιτιστικής Πρωτεύουσας», λέει σχεδόν ψιθυριστά. «Ποια μυαλά το σκέφθηκαν αυτό; Κατέστρεψαν τα θεωρεία και τον β’ εξώστη που πηγαίναμε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Είναι σαν να γυρίζεις στο σπίτι σου και να το βρίσκεις κατεδαφισμένο». Από την άλλη πλευρά διακρίνει ότι «γίνεται μια τεράστια προσπάθεια από τον Γιάννη Αναστασάκη και τη Μαρία Τσιμά να σταθεί στα πόδια του και συγχρόνως να γίνει ένας δυνατός πολιτιστικός πυρήνας» (σ.σ.: ακόμη κωφεύουν οι αρμόδιοι να εντάξουν τα βαριά χρέη του στα ληξιπρόθεσμα του Δημοσίου ώστε να έχει ελπίδα για μια νέα πιο «καθαρή» αρχή, κάτι που επιχειρούσαν εις μάτην και οι προηγούμενες διοικήσεις). «Οσο μπόρεσα και ως μέλος του ΔΣ και τώρα ως ηθοποιός να συμβάλω σε αυτό, το κάνω γιατί το αγαπάω».

Είναι που το βλέπει με νέο, πιο ώριμο, μάτι πλέον. Οπως τα βλέπει και η Μάρω της, που κρύβεται πίσω από τον αυταρχισμό της κυρα Στάθαινας. Κι όταν συναντά τον Μήτρο τον ρωτά:

– Δεν γέρασα, Μήτρο;

– Ο ουρανός γεράματα δεν έχει.

«Εκεί νιώθω κάτι μέσα μου να ανατριχιάζει», κλείνει την κουβέντα μας. «Τι θέλουν, άλλωστε, οι άνθρωποι; Να αγαπηθούνε θέλουν».

INFO

Βασιλικό Θέατρο Θεσσαλονίκης, 1/7 – 9/9 στις 21.00. Σκηνοθεσία: Σταμάτης Φασουλής. Παίζουν: Ταξιάρχης Χάνος, Εφη Σταμούλη, Κώστας Σαντάς, Δημήτρης Κολοβός. Εισιτήρια 10, 13 ευρώ, τηλ. 2315-200.200, www.ntng.gr

tickethour.com, Ιανός κ.α.