Ομιλο εταιρειών, όπως ξενοδοχείο, εστιατόρια, ταξιδιωτικό γραφείο, χρηματική διαμεσολάβηση – μεταφορά χρημάτων, λιανικό εμπόριο, υπηρεσίες διαδικτύου, ακόμα και Μ.Κ.Ο για παροχή δωρεάν γευμάτων σε μετανάστες , είχε συστήσει στο κέντρο της Αθήνας , ο αρχηγός μεγάλου κυκλώματος που μετέφερε παράνομα μετανάστες και κατήρτιζε πλαστά ταξιωτικά έγγραφα,

Το κύκλωμα που αποτελείτο από υπήκοους Μπαγκλαντές , αποτελεί την μια από τις δύο συμμορίες οι οποίες εξαρθρώθηκαν μετά από πολύμηνες και μεθοδικές έρευνες της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής, σε συνεργασία με ευρωπαϊκές αστυνομικές υπηρεσίες και τη EUROPOL, στο πλαίσιο επιχείρησης με την κωδική ονομασία «Ερμής».

Κατά τη διάρκεια της αστυνομικής επιχείρησης συνελήφθησαν αλλοδαποί, ενώ εντοπίστηκε πλήρως εξοπλισμένο εργαστήριο πλαστογράφησης ταξιδιωτικών εγγράφων στην Αθήνα

Επιπλέον, κατηγορούνται άλλοι 48 αλλοδαποί που διαμένουν στην Ελλάδα και 51 άτομα που διαμένουν σε διάφορες χώρες.

Τα μέλη του δικτύου του οποίου η δράση υπολογίζεται ότι είχε αναπτυχθεί για περισσότερο από δυο χρόνια κατηγορούν ότι διευκόλυναν την είσοδο – έξοδο και διαμονή πολιτών τρίτων χώρων στην Ελλάδα και σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διακινούσαν τα πλαστά έγγραφα με εταιρείες ταχυμεταφορών.

Από την εξέλιξη της αστυνομικής έρευνας διαπιστώθηκε η δομή των δύο συμμοριών που δρούσαν παράλληλα δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα δαιδαλώδες δίκτυο παράνομης προώθησης μεταναστών, βασισμένο κυρίως στη χρήση πλαστών και κλεμμένων ταξιδιωτικών εγγράφων και τη χρήση αεροπορικών πτήσεων.

Αναφορικά με τον τρόπο δράσης τους προέκυψε ότι, το δίκτυο χρησιμοποιούσε με μεγάλη συχνότητα διάφορες εταιρείες ταχυμεταφορών, προκειμένου να αποστέλλουν στους πελάτες τους, τα πλαστογραφημένα ταξιδιωτικά έγγραφα. Για το σκοπό αυτό, τα μέλη του δικτύου χρησιμοποιούσαν ψευδώνυμα, αλλά δήλωναν υπαρκτές τηλεφωνικές συνδέσεις, προκειμένου να έλθουν σε επικοινωνία με τους παραλήπτες και τις εταιρείες ταχυμεταφορών σε περίπτωση προβλήματος.

Μάλιστα, στα δέματα ανέγραφαν διευθύνσεις αποστολέα, αλλά φρόντιζαν ώστε τα σημεία παραλαβής των δεμάτων από τους υπαλλήλους των «courier» να είναι σε άλλα σημεία, ώστε να αποφύγουν τον εντοπισμό και τη σύλληψή τους.

Οι αμοιβές για τα πλαστά έγγραφα διαφοροποιούνταν ανάλογα με την ποιότητα, το είδος και τη χώρα προέλευσης του εγγράφου, αλλά κυμαίνονταν από 100 έως 3.000 ευρώ.

Η πρώτη συμμορία αποτελείτο από υπηκόους Μπανγκλαντές, οι οποίοι με βιτρίνα τον «όμιλο επιχειρήσεων »που είχε συστήσει ο αρχηγός τους , προέβαιναν στην κατά παραγγελία νόθευση/πλαστογράφηση ταξιδιωτικών εγγράφων. Τα πλαστά έγγραφα ακολούθως τα έστελναν σε μετανάστες άλλων χωρών, προκειμένου να διευκολύνουν την είσοδο-έξοδο και τη μετακίνησή τους σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η δεύτερη συμμορία αποτελείτο από υπηκόους Σουδάν οι οποίοι χρησιμοποιούσαν ως έδρα της παράνομης επιχείρησης ένα κατάστημα πώλησης αξεσουάρ κινητής τηλεφωνίας στην Αθήνα. πό υπηκόους Σουδάν, οι οποίοι δρούσαν με παρόμοιο τρόπο με την πρώτη και είχαν ως σημείο αναφοράς κατάστημα πώλησης αξεσουάρ κινητής τηλεφωνίας στην Αθήνα.

Το ηγετικό μέλος της αναλάμβανε την προώθηση μεταναστών σε διάφορες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι διαφόρων χρηματικών αμοιβών.

Μόνο κατά το τελευταίο έτος είχαν αποστείλει με « courier » τουλάχιστον 431 δέματα με ταξιδιωτικά έγγραφα.

Εκτός από την κατάρτιση πλαστών και τη διακίνηση κλεμμένων γνήσιων ταξιδιωτικών εγγράφων, διαπιστώθηκε η παράνομη προώθηση μεταναστών από τα μέλη του κυκλώματος, προς Αυστρία, Σουηδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία και άλλες χώρες.

Ενδεικτικά, στο πλαίσιο των ερευνών προέκυψε ότι σε χρονικό διάστημα ενός μήνα, πραγματοποίησαν τουλάχιστον δεκαπέντε παράνομες προωθήσεις μεταναστών και πλαστογραφήσεις εγγράφων. Για κάθε μετανάστη που αναλάμβαναν την παράνομη προώθησή του, τα μέλη του κυκλώματος αποκόμιζαν από 1.000 έως 5.000 ευρώ, ανάλογα με τον τρόπο προώθησης και τη χώρα προορισμού.