Οι πιο επισφαλείς προγνώσεις, μετά τις οικονομικές βέβαια, αφορούν τα προϊόντα του πολιτισμού. Οταν προσπαθούμε να φανταστούμε τι θα έχει μείνει από τη σημερινή λογοτεχνία, τη σημερινή μουσική, τις σημερινές εικαστικές τέχνες έπειτα από πενήντα ή εκατό χρόνια και κυρίως πώς θα προσλαμβάνεται, οι προβλέψεις μας επηρεάζονται αναπόφευκτα από τις ειδικές ευαισθησίες της εποχής μας και από το προσωπικό μας γούστο, μεταφρασμένο από τους ευσεβείς πόθους μας σε διαχρονική αισθητική αξία. Γι’ αυτό είναι πολύ πιθανό ότι θα διαψευστούν.

Στον βικτωριανό κόσμο το «Δρ Τζέκιλ και κ. Χάιντ» του Ρ. Λ. Στίβενσον διαβάστηκε απλώς ως ένα εκσυγχρονισμένο gothic novel. Επρεπε να κυλήσουν αρκετές δεκαετίες και να εμπεδωθούν οι ανακαλύψεις του Φρόιντ για να αναγνωριστεί ως πρώιμη λογοτεχνική νύξη για τα ερεβώδη απωθημένα που μπορεί να υποβόσκουν κάτω από τη λουστραρισμένη επιφάνεια του άμεμπτου, εκλεπτυσμένου και πειθαρχημένου αστού. Πολύ λίγοι θα μπορούσαν να προβλέψουν ότι ένα μυθιστόρημα όπως «Ο λύκος της στέπας» του Χέρμαν Εσε θα γινόταν σαράντα χρόνια αργότερα εμβληματικό ανάγνωσμα για την εξεγερμένη νεολαία της δεκαετίας του 1960. Οι Γάλλοι και οι Αμερικανοί της εποχής του Φλομπέρ και του Μέλβιλ θα ξαφνιάζονταν πολύ αν υπήρχε τρόπος να μάθουν ότι η «Μαντάμ Μποβαρί» και ο «Μόμπι Ντικ» θα συγκαταλέγονταν κάποτε στα κορυφαία έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Πολύ δύσκολα θα καταλάβαιναν γιατί.

Θα δώσω και ένα συναφές παράδειγμα από την ελληνική λογοτεχνία, που το θεωρώ ιδιαίτερα εντυπωσιακό, αν και ξέρω ότι οι περισσότεροι δεν θα συμφωνούσαν με την ερμηνεία μου. «Το τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή, το κατεξοχήν λογοτεχνικό έπος του ελληνικού μικροαστισμού, πέρασε απαρατήρητο όταν κυκλοφόρησε. Αλλά δέκα – δεκαπέντε χρόνια αργότερα κατέκτησε τις νεότερες γενιές αριστερών διανοουμένων, που είδαν εκεί μνημειωμένη (μάλλον χωρίς να το συνειδητοποιούν) τη δική τους κοινωνική και πολιτισμική γενεαλογία, τόσο διαφορετική από εκείνη των ιδεολογικών και πολιτικών πατέρων τους.

Παρακινδυνευμένες δεν είναι όμως μόνο οι προβλέψεις για τη μελλοντική επίδραση βιβλίων του καιρού μας. Είναι και οι προβλέψεις για τη σύγχρονη επίδρασή τους, που συχνά είναι και αυτή αναπάντεχη. Υποστηρίζεται τεκμηριωμένα ότι η σειρά με τον Χάρι Πότερ, που δεν θα την έλεγες δείγμα υψηλής λογοτεχνίας (ακόμη και παιδικής λογοτεχνίας), έκανε ωστόσο να ενδιαφερθούν για τα βιβλία εκατομμύρια παιδιά εθισμένα στην τηλεόραση και τα βιντεοπαιχνίδια. Η βιομηχανοποιημένη αστυνομική λογοτεχνία της εποχής μας, ιδίως στη σκανδιναβική εκδοχή της, είναι από πολλές απόψεις εκνευριστική. Εχει όμως και μια θετική πλευρά, που δεν είναι τόσο η ανάδειξη κοινωνικών και ηθικών ελκών πίσω από την περιποιημένη βιτρίνα των σύγχρονων κοινωνιών (αυτό έχει καταντήσει κοινοτοπία) όσο το ότι η αναζήτηση – ανακάλυψη των ενόχων ανατίθεται από τους συγγραφείς σε περιθωριακά και απροσάρμοστα άτομα, που αποδεικνύεται ότι έχουν ανώτερη ηθική ποιότητα από τους φύλακες των θεσμών και αναβαθμίζονται έτσι στη συνείδηση του μέσου αναγνώστη.

Με τόσες περιπλοκές και αβεβαιότητες, τι μπορούμε να πούμε για την αυριανή τύχη λογοτεχνικών βιβλίων της εποχής μας που εκθειάζονται σχεδόν ομόφωνα; Προφανώς πολύ λίγα πράγματα, εκτός ότι τα περισσότερα θα ξεχαστούν. Θα αποτολμούσα πάντως μια ειδικότερη πρόβλεψη, παρατηρώντας κάποιες σύγχρονες τάσεις. Η λογοτεχνία, πιο συγκεκριμένα το μυθιστόρημα, θα επιστρέψει πιθανότατα στην «ανθρωπική αρχή», στην ψηλάφηση και αναψηλάφηση του κόσμου με το βλέμμα και τους εσωτερικούς ρυθμούς του πεπερασμένου ανθρώπου, του ανθρώπου ως φυσικής οντότητας, που έχει κουραστεί να τρέχει πίσω από μια ολοένα επιταχυνόμενη τεχνολογία, αποζητά την ενότητα της κατακερματισμένης εμπειρίας του και προσπαθεί να συγκροτήσει μια καινούργια ταυτότητα μέσα από τον σύγχρονο κυκεώνα των βιωμάτων του, αντί απλώς να τον περιγράφει.