«Ο Παντογνώστης (Φιντέλ) ήταν στα οικονομικά ζητήματα στούρνος. Τον εξόργιζε το ότι η οικονομία δεν έκανε ο, τι του κάπνιζε. Δυσκολίες να ανταποκριθεί στις περιστάσεις είχε και ο αξιολύπητος Ερνέστο Γκεβάρα, που ως υπουργός Οικονομίας ήταν υποχρεωμένος να ασχολείται με το ζήτημα πώς φτιάχνει κανείς οδοντόκρεμα. Ως διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας όφειλε να περιφρουρεί ένα νόμισμα που δεν άξιζε ούτε το χαρτί στο οποίο ήταν τυπωμένο».

Ο γνωστός στη χώρα μας, κυρίως από «Το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας» Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ (γεν. 1929) έζησε για μεγάλα διαστήματα στην Κούβα στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ως προσκεκλημένος της κυβέρνησης των «μπαρμπούντος». Πέρασε καταπληκτικά εκεί παρέα με τη ρωσίδα δεύτερη σύζυγό του Μάσα, μένοντας στο περίφημο ξενοδοχείο Νασιονάλ, πίνοντας νταϊκίρι, κάνοντας επαφές με ποικίλες διασημότητες που ταξίδευαν στην πατρίδα του «τροπικού σοσιαλισμού», παίρνοντας μέρος εν είδει παιδιάς στη συγκομιδή του ζαχαροκάλαμου, κάνοντας φιλίες με κουβανούς συγγραφείς, χορεύοντας στο περίφημο καμπαρέ Τροπικάνα κι εντέλει ζώντας τα αδιέξοδα της κουβανικής οικονομίας που αποτυπώνονται στο πιο πάνω απόσπασμα του βιβλίου. Ο τότε 40χρονος γερμανός ποιητής είχε ως διαβατήριο, πέραν της λογοτεχνικής του φήμης, τη συμμετοχή του στη Νέα Αριστερά της εποχής και τη λεγόμενη «εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση», τις επαφές του με τις παρυφές του ένοπλου αγώνα, το γεγονός ότι η νορβηγίδα πρώην σύζυγός του ήταν άκαμπτων σταλινικών πεποιθήσεων και βέβαια το ότι απλούστατα ήταν πανέξυπνος. Ηξερε να ελίσσεται, όπως έμμεσα παραδέχεται και ο ίδιος, ενώ αποδεχόταν όλες τις πιθανές και απίθανες προσκλήσεις για δωρεάν επισκέψεις και βραβεύσεις φιλολογικού χαρακτήρα σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη (μεταξύ αυτών, στην Καμπότζη του Σιχανούκ, στην Ταϊτή όπου γνώρισε τον Αλιέντε μαζί με τα απομεινάρια του βολιβιανού αντάρτικου που είχε οργανώσει ο Τσε, στο Πορτ Ντάργουιν της Βόρειας Αυστραλίας, στην Τεχεράνη του σάχη, για να μην αναφέρουμε τα άπειρα πιο μπανάλ ταξίδια στο Αμστερνταμ, στο Λονδίνο, στη Σικελία ή στη Στοκχόλμη).

«Σοσιαλιστική» μαρτυρία

Οντας Γερμανός και αριστερός, ο Εντσενσμπέργκερ είχε την έξωθεν καλή «σοσιαλιστική» μαρτυρία. Στα δύο πρώτα συναρπαστικά κεφάλαια του βιβλίου παρακολουθούμε τις επισκέψεις του στη Σοβιετική Ενωση το 1963 και το 1966, όπου και γνωρίζει τη μετέπειτα σύζυγό του Μάσα, η οποία θα αυτοκτονήσει αργότερα στο Λονδίνο, ανίκανη να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του δυτικού κόσμου. Πρόκειται για παραδειγματική καταγραφή των εντυπώσεών του από τις προνομιακές αυτές περιηγήσεις στη μετασταλινική πατρίδα του σοσιαλισμού, όπου μαζί με άλλες διασημότητες, εν οις και Σαρτρ, συναντά τον Χρουστσόφ στο θέρετρό του στο Σότσι, επισκέπτεται τις πρωτεύουσες των «ισλαμικών» ασιατικών δημοκρατιών της ΕΣΣΔ, φτάνει ώς το Νοβοσιμπίρσκ της Σιβηρίας και τη λίμνη Βαϊκάλη, επισκέπτεται υδροηλεκτρικά φράγματα, βιομηχανίες χαρτοπολτού και κέντρα επιστημονικών ερευνών χαμένα στη σιβηριανή ταϊγκά και διαπιστώνει την τρομακτική καταστροφή της φύσης που συντελείται εκεί εν ονόματι του Πλάνου. Οι σελίδες για το Μπακού του Αζερμπαϊτζάν και την Κασπία Θάλασσα με τις πετρελαιοπηγές της είναι παράδειγμα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας με μια σκληρή ποιητικότητα να αναδύεται μέσα από την κοινωνικοανθρωπολογική του ματιά. Η περιγραφή των περίφημων κομουνάλκα, παλιών σπιτιών που διαιρούνταν σε μικρά διαμερίσματα και όπου καταργούνταν κάθε έννοια ιδιωτικότητας, είναι συγκλονιστική. Η ανυπαρξία κοινωνικής ζωής και διασκέδασης στη Μόσχα και στο Λένινγκραντ της εποχής επίσης. Και η σκιαγράφηση του έργου και της ζωής ποιητών όπως ο Γεφτουσένκο, ο Ερενμπουργκ και η Αχμάτοβα εγείρουν ένα ενδιαφέρον πολύ πέραν της λογοτεχνίας, για να αγγίξουν τους χώρους των χαφιέδων, των μυστικών υπηρεσιών και της αντικαθεστωτικής διανόησης.

Προνομιούχος ταξιδιώτης

Ο Εντσενσμπέργκερ παραμένει παρά ταύτα ένας προνομιούχος ταξιδιώτης, μέχρι τουλάχιστον η αναρχική γραφή του να διεγείρει την καχυποψία των Αρχών. Αγαπάει τη Ρωσία και γοητεύεται από την ιστορία της. Βλέπει με επιείκεια τις παρεκτροπές του σταλινισμού ως εγγεγραμμένες –με μια διαλεκτική πανουργία του λόγου –στον γενετικό κώδικα των ολιστικών θεωριών, αν όχι των θρησκειών. Η κατανόησή του για τα ανθρώπινα βρίσκει έρεισμα στην παραδοχή ότι ο κομμουνισμός είναι μια μεγάλη αυταπάτη και ότι νομοτελειακά οδηγεί σε κατάλυση της δημοκρατίας. Αλλωστε επικαλείται προς τούτο τον ίδιο τον Φιντέλ Κάστρο στο τρίτο και εκτενέστερο μέρος του βιβλίου, όπου πριν από την πρόσδεσή του στο άρμα της Μόσχας ο κουβανός ηγέτης είχε δηλώσει: «…Η κυβέρνησή μου θα καταγγείλει όλες τις συμφωνίες με κράτη που συμπεριφέρονται διδακτορικά –κατά κύριο λόγο αυτό αφορά τη Σοβιετική Ενωση. Καταπιέζει την ελευθερία σε καμιά δεκαριά χώρες της Ευρώπης και άνοιξε πυρ με αυτόματα όπλα κατά του ανυπεράσπιστου ουγγρικού λαού. Δεν υπάρχει στον κόσμο χειρότερο παράδειγμα δεσποτισμού».

Το τρίτο αυτό και εκτενέστερο κεφάλαιο του βιβλίου είναι δομημένο εν είδει διαλόγου μεταξύ του νυν συγγραφέα και του τότε εαυτού του. Ο ώριμος ογδοντάρης κάνει ερωτήσεις στον τότε φιλόδοξο και αδηφάγο εξεγερμένο σαραντάρη αδυνατώντας να κατανοήσει τι τον γοήτευσε στη Νέα Αριστερά. Υπάρχουν εδώ πολλές ενδιαφέρουσες σελίδες σπαρμένες με περιστατικά από το φοιτητικό κίνημα, τον Μάη του ’68 κ. λπ. Αν από αυτόν τον εκτεταμένο διάλογο προκύπτει ένα συμπέρασμα –πέραν των εκτεταμένων ιστοριών, της παράθεσης γνωριμιών και των ταξιδιών μιας ολόκληρης ζωής –, πρόκειται για την ατυχώς όχι επαρκώς αναπτυγμένη παραδοχή του θριάμβου της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη, που αποδεχόμενη τα κελεύσματα μιας αγοράς με ανθρώπινο πρόσωπο δόμησε την ειρηνικότερη περίοδο στην πρόσφατη τουλάχιστον Ιστορία και την πλέον παρατεταμένη φάση ευημερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Επιπλέον, ο συγγραφέας αναθεωρεί εδώ πλήρως τη θρυλούμενη συνάφειά του με τη γερμανική τρομοκρατία της εποχής, θεωρεί καθυστερημένους τους εγκεφάλους κινήσεων τύπου Μπάαντερ – Μάινχοφ, κατηγορεί τον Κάστρο ότι θα προτιμούσε έναν πυρηνικό όλεθρο από το να χάσει την εξουσία κατά την κρίση των πυραύλων του ’62 και εντέλει αποδεικνύεται άτεγκτος με όσα καθεστώτα τον φιλοξένησαν στη διάρκεια της ζωής του ελπίζοντας στη θετική του μαρτυρία.

Πειραχτήρι της γραφής
Ο 87χρονος σήμερα Εντσενσμπέργκερ είναι κατεξοχήν πολιτικός συγγραφέας και ποιητής. Η γραφή του είναι συχνά δοκιμιακού τύπου, με μετρημένα πετάγματα προς τη φιλοσοφική σφαίρα, νευρώδης, ισορροπημένη, με εύστοχες και ευφυείς παρατηρήσεις που σπανίως σε αφήνουν να βαρεθείς. Είναι εμφανές ότι απολαμβάνει τη ζωή που του προσφέρεται, περιλαμβανομένων των ατομικών και συλλογικών δραμάτων, καθώς θεωρεί ότι αυτά είναι που διαποικίλλουν την ύπαρξή μας. Είναι ακόμη εμφανές σ’ αυτό το βιβλίο ότι πρόκειται για ένα πειραχτήρι της γραφής. Του αρέσει η πρόκληση και απολαμβάνει τις εναντίον του κριτικές. Αν απέφευγε την καταιγιστική παράθεση ονομάτων και τοπωνυμίων, το αποτέλεσμα θα ήταν ακόμη καλύτερο. Ισως πάλι ήλπιζε ότι οι εκδότες του θα υιοθετούσαν υποσημειώσεις και υπομνηματισμό –κάτι που πάντως δεν έγινε εν προκειμένω.

Hans Magnus Enzensberger

Αναβρασμός

Μτφ. Σπύρος Μοσκόβου

Εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2016, σελ. 336

Τιμή: 18 ευρώ