Ας ανοίξουμε τα μάτια τώρα και ας κάνουμε τις συγκρίσεις με τη ζοφερή ελληνική πραγματικότητα.

Το περίφημο προϊόν, όπως αρέσκονται να το αποκαλούν οι εγχώριοι ιθύνοντες του ποδοσφαίρου, μοιάζει περισσότερο με υποπροϊόν. Το καταδεικνύει η καθημερινότητα τού κατά τα άλλα δημοφιλέστερου σπορ στη χώρα. Μια ματιά στην τελική βαθμολογία της κανονικής περιόδου αρκεί για να αντιληφθεί κανείς ότι ο ανταγωνισμός, κυρίως για τον τίτλο του πρωταθλητή, έχει πάψει να υφίσταται προ πολλού. Ο Ολυμπιακός για έκτη σερί σεζόν σήκωσε την κούπα με διαφορά – ρεκόρ από τον δεύτερο Παναθηναϊκό που έμεινε 30 βαθμούς πίσω! Συμβαίνει και αλλού βεβαίως, όπως επί παραδείγματι στην πιο ποιοτική Γαλλία, όπου η Παρί Σεν Ζερμέν των πετροδόλαρων απέχει 28 πόντους από τη Λυών. Παρ’ όλα αυτά, το Σαμπιονά παραμένει ένα συναρπαστικό πρωτάθλημα. Η μπάλα που παίζεται είναι εξαιρετική, τα νέα ποδοσφαιρικά φιντάνια ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια και τα γήπεδα είναι ασφυκτικά γεμάτα.

ΟΥΡΑΓΟΣ. Αλλη μια πονεμένη ελληνική ιστορία. Οι συγκρίσεις με τη δική μας Σούπερ Λίγκα είναι αναπόφευκτες (και) ως προς την πληρότητα των γηπέδων. Ο μέσος όρος εισιτηρίων ανά αγώνα μετά βίας ξεπέρασε τα 4.000 κατά τη διάρκεια της κανονικής περιόδου. Τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη; Τουλάχιστον 20 χώρες παρουσιάζουν καλύτερους μέσους όρους προσέλευσης. Κι αν τα πρωταθλήματα της Αγγλίας, της Ισπανίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας είναι πιο «ιλουστρασιόν» και εύλογα προσελκύουν τα πλήθη, θα περίμενε κανείς ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν θα υπολειπόταν τόσο πολύ του νορβηγικού, του δανέζικου, του πολωνικού, του ουκρανικού και του ισραηλινού. Ακόμη και οι δεύτερες κατηγορίες της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Σκωτίας παρουσιάζουν υψηλότερους μέσους όρους, ενώ στην Αγγλία περισσότερος κόσμος παρακολουθεί μέχρι και την τέταρτη κατηγορία (Λιγκ 2)!

ΔΙΑΦΘΟΡΑ, ΑΝΙΣΟΝΟΜΙΑ. Δεδομένου ότι συγκριτικά με τις περασμένες δεκαετίες η παρουσία των φιλάθλων στα ελληνικά γήπεδα έχει μειωθεί αισθητά, γίνεται κατανοητό ότι οι άδειες κερκίδες αποτελούν απόρροια της μείωσης του ενδιαφέροντος, της έλλειψης ανταγωνιστικότητας, της διαφθοράς, της ανισονομίας αλλά και της βίας. Ολα αυτά, κι άλλα πολλά, κατατρώνε τις σάρκες του ελληνικού ποδοσφαίρου, το οποίο υπό αυτές τις συνθήκες παρουσιάζεται κατώτερο των περιστάσεων στα Κύπελλα Ευρώπης. Εκεί όπου πολλοί υποστηρίζουν ότι αποτελεί τον καθρέφτη του επιπέδου κάθε χώρας, η Ελλάδα παραμένει μετεξεταστέα. Ο πρωταθλητής Ολυμπιακός φτάνει μετά βίας τους 32 του Γιουρόπα Λιγκ, ο τέως πρέσβης Παναθηναϊκός αποκλείεται με συνοπτικές διαδικασίες από κάποια Καμπάλα, ο ΠΑΟΚ και ο Αστέρας μετατρέπονται σε κομπάρσους στους ομίλους του Γιουρόπα, όπου δεν έφτασε καν ο Ατρόμητος.

Τα θρυλικά σερί της εικοσαετίας

7 + 5 + 6 = 18. Τόσα είναι τα πρωταθλήματα που έχει κατακτήσει ο Ολυμπιακός την τελευταία εικοσαετία. Από το 1997 μέχρι σήμερα οι Ερυθρόλευκοι έχουν απολέσει τον τίτλο μόνο δύο φορές – το 2004 και το 2010 – από τον Παναθηναϊκό. Προηγήθηκαν, μεσολάβησαν και ακολούθησαν εντυπωσιακά σερί (1997 – 2003, 2005 – 2009, 2011 – 2016) που δεν έχουν προηγούμενο στο ελληνικό ποδόσφαιρο και σπάνια τα συναντά κανείς στις ευρωπαϊκές λίγκες. Είναι ενδεικτικό ότι τούτη την περίοδο σε ολόκληρη την Ευρώπη μόνο τρεις ομάδες διατηρούν καλύτερες επιδόσεις από τα έξι συνεχόμενα των Πειραιωτών: η Λίνκολν (πρώην Νιούκαστλ) από το Γιβραλτάρ με 14 σερί τίτλους, η Ντιναμό Ζάγκρεμπ από την Κροατία (11) και η ΜΠΑΤΕ Μπορίσοφ από τη Λευκορωσία (10). Συμβαίνει όμως και στις καλύτερες οικογένειες όπως καταδεικνύουν οι πέντε σερί κούπες της Γιουβέντους και οι τέσσερις της Μπάγερν και της Παρί.