Υπάρχει μια διάσημη ρήση στη Γαλλία που λέει: «Οταν κοιτάζω τον εαυτό μου, στενοχωριέμαι. Οταν συγκρίνω τον εαυτό μου με άλλους, παρηγοριέμαι». Αποδίδεται από κάποιους στον Ταλλεϋράνδο, άλλοι το αμφισβητούν. Σε κάθε περίπτωση, θα μπορούσε να πει κανείς πως ο Φρανσουά Ολάντ ευελπιστεί να τη μετατρέψει σε ακρογωνιαίο λίθο της στρατηγικής του ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2017.

Η κυβέρνηση Βαλς υποχρεώθηκε χθες να καταφύγει, για τέταρτη φορά μέσα στον τελευταίο ενάμιση χρόνο, στο άρθρο 49.3 του Συντάγματος, που επιτρέπει στην κυβέρνηση να νομοθετεί παρακάμπτοντας την Εθνοσυνέλευση, προκειμένου να περάσει τον αμφιλεγόμενο «νόμο Ελ Κομρί» –τη μεταρρύθμιση του εργατικού κώδικα που φέρει το όνομα της γαλλίδας υπουργού Εργασίας. Κατατέθηκε ήδη πρόταση μομφής από τους Ρεπουμπλικανούς, αναμένεται να συζητηθεί αύριο. Αυτοί ακριβώς είναι όμως «οι άλλοι» με τους οποίους ελπίζει τελικά να συγκριθεί από τους ψηφοφόρους ο γάλλος πρόεδρος, γνωρίζοντας πόσο επισφαλής, εύθραυστη, σχεδόν απελπιστική είναι επί του παρόντος η πολιτική κατάστασή του. Διότι, ενόψει των προκριματικών εκλογών για το προεδρικό χρίσμα της Δεξιάς στις 20 και στις 27 Νοεμβρίου, οι βασικοί διεκδικητές του επιδίδονται σε αυτό που η «Μοντ» χαρακτήριζε χθες στο πρώτο θέμα της «μια αλλόκοτη νεοφιλελεύθερη πλειοδοσία».

Τον τόνο τον έδωσε πρώτος ο Φρανσουά Φιγιόν, παρουσιάζοντας ένα «πρόγραμμα ρήξης» που θέτει εν αμφιβόλω πολλά κοινωνικά κεκτημένα στη Γαλλία: περικοπές δαπανών ύψους 110 δισεκατομμυρίων ευρώ, τέλος στο 35ωρο εργασίας, σύνταξη στα 65 χρόνια (από 62 σήμερα), κατάργηση του Φόρου Αλληλεγγύης επί της Περιουσίας (ISF, είναι ο φόρος μεγάλης περιουσίας), διευκόλυνση των απολύσεων κ.ο.κ. Σε ένα κόμμα όπου κανείς δεν τολμούσε να υποσχεθεί κατάργηση του ISF, από φόβο μήπως χαρακτηριστεί, όπως ο Νικολά Σαρκοζί όταν ήταν πρόεδρος, «φίλος των πλουσίων», ο Φιγιόν έσπασε με τον τρόπο αυτόν τα ταμπού και «απελευθέρωσε» τους αντιπάλους του. Ο Αλέν Ζιπέ, για παράδειγμα, το φαβορί για το χρίσμα σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, παρότι επιφυλακτικός αρχικά, ευθυγραμμίστηκε τελικά με τη θατσερική ρητορική του αντιπάλου του, προτείνοντας με τη σειρά του περικοπές δαπανών ύψους 100 δισ. ευρώ, κατάργηση του 35ώρου και του ISF, σύνταξη στα 65… Στην ίδια γραμμή ωστόσο βρίσκονται πλέον τόσο ο Σαρκοζί, ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών που ευελπιστεί να επανέλθει στην προεδρία, όσο και ο Μπρινό Λεμέρ, ο βουλευτής που κλείνει την τετράδα των βασικών διεκδικητών του χρίσματος της Δεξιάς.

Και οι τέσσερις τάσσονται άλλωστε υπέρ μιας προοδευτικής μείωσης του επιδόματος ανεργίας καθώς και της θέσπισης ενός και μοναδικού κοινωνικού επιδόματος. Και συναγωνίζονται σε «μεταρρυθμιστικό ζήλο» όσον αφορά τον δημόσιο τομέα της Γαλλίας: ο Σαρκοζί θέλει να καταργήσει 300.000 θέσεις εργασίας στο Δημόσιο σε ορίζοντα πενταετίας, ο Φιγιόν θέλει να καταργήσει 600.000 θέσεις εργασίας στο Δημόσιο σε ορίζοντα πενταετίας, ο Λεμέρ υπόσχεται ένα εκατομμύριο λιγότερες θέσεις εργασίας στο Δημόσιο μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια και ο Ζιπέ, παρότι δεν έχει δεσμευτεί ακόμα σε κάποιον αντίστοιχα συγκεκριμένο αριθμό, ζητεί την επάνοδο στη μη αντικατάσταση ενός δημοσίου υπαλλήλου ανά δύο που συνταξιοδοτούνται.

Αυτή η «νεοφιλελεύθερη πλειοδοσία» έχει φυσικά έναν στόχο: να γοητεύσει το εκλογικό σώμα της Δεξιάς, που αποτελείται κατά κύριο λόγο από ανώτερα διοικητικά στελέχη και συνταξιούχους, ενόψει των προκριματικών εκλογών για το χρίσμα του προεδρικού υποψηφίου. Οπως επισημαίνει ωστόσο η «Μοντ», σε έναν πιο μακρινό ορίζοντα, εκείνον των προεδρικών εκλογών του 2017, η Δεξιά διακινδυνεύει να τρομάξει με τον τρόπο αυτόν τους Γάλλους, ειδικά τους δημοσίους υπαλλήλους. Σύμφωνα άλλωστε με τις δημοσκοπήσεις, τα βασικά μέτρα που υπερασπίζεται βρίσκουν αντίθετους τους πολίτες: το 53% των Γάλλων δηλώνει εναντίον της κατάργησης του 35ώρου και το 65% τάσσεται κατά της αύξησης του ορίου συνταξιοδότησης. «Μπορεί η υπερφιλελεύθερη ρητορική μας να ταιριάζει στις προκριματικές εκλογές, θα είναι όμως ένα εξαιρετικό εργαλείο συσπείρωσης του εκλογικού σώματος της Αριστεράς» ομολογεί συνεργάτης του Φρανσουά Φιγιόν. Σε αυτό ακριβώς ποντάρει ο Φρανσουά Ολάντ.