Δεν ήταν μια μονομαχία Τσίπρα – Μητσοτάκη. Τουλάχιστον όχι με τους όρους των προηγούμενων αναμετρήσεων σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών. Οι ρόλοι χθες στη Βουλή φαίνονταν διαφορετικοί και γι’ αυτό δεν ευθύνεται η διαφοροποιημένη διαδικασία καθώς η συζήτηση αφορούσε μεν την ψήφιση ενός κρίσιμου νομοθετικού πακέτου που επηρεάζει το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας αλλά δεν ακολουθούσε τους κανόνες μιας προ ημερησίας διατάξεως κλασικής αρχηγικής μάχης. Οι ρόλοι έδειχναν διαφορετικοί επειδή το κλίμα εντός κι εκτός Βουλής ήταν διαφορετικό.

Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης επικέντρωσε σχεδόν αποκλειστικά τα πυρά του στον Αλέξη Τσίπρα αποδομώντας με μεθοδικό και ιδιαίτερα σκληρό τρόπο την πρωθυπουργική εικόνα του, αλλά ο Πρωθυπουργός απευθυνόταν πρωτίστως στους βουλευτές του, ακριβέστερα στους 153 βουλευτές της κυβερνητικής σύμπραξης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Για πρώτη φορά ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπήρξε τόσο επιθετικός απέναντι στον κεντρικό πολιτικό αντίπαλό του, για πρώτη φορά ο Αλέξης Τσίπρας ανέβηκε στο βήμα της Εθνικής Αντιπροσωπείας τόσο απολογητικός, υποτονικός, πολιτικά στριμωγμένος. Η καταληκτική υπόσχεσή του για «καλύτερες μέρες» και η ανοικτή πρόσκληση προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη για μια μεταξύ τους συζήτηση ήρθαν περισσότερο να επιβεβαιώσουν την πίεση που αισθάνονται στο Μέγαρο Μαξίμου και να αναδείξουν μια εικόνα πολιτικής αδυναμίας του Πρωθυπουργού –που χθες αποχώρησε από τη Βουλή με τη βεβαιότητα ότι πλέον θα πορευθεί χωρίς να περιμένει οποιοδήποτε στήριγμα στα αντιπολιτευτικά έδρανα.

Εάν οι 153 βουλευτές της συμπολίτευσης στο εξής θα δοκιμάζονται –και θα καταμετρώνται –σχεδόν καθημερινά, η χθεσινή αυζήτηση επιβεβαίωσε ότι το μέτωπο της αντιπολίτευσης είναι συμπαγές και θα κάνει επίσης σε καθημερινή βάση όλο και δυσκολότερο τον βίο της κυβέρνησης. Αυτό είχε γίνει σε όλους κατανοητό πριν ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέβει στο βήμα. Και προφανώς τον διευκόλυνε να επιτεθεί με σφοδρότητα στον Αλέξη Τσίπρα επιβάλλοντας στη συζήτηση τη δική του ατζέντα.

Με την Φώφη Γεννηματά, τον Σταύρο Θεοδωράκη, ακόμη και τον Βασίλη Λεβέντη να έχουν εστιάσει στην κυβερνητική ανικανότητα, μέσα από μια σειρά παραδειγμάτων και έναν διαγκωνισμό σε αρνητικούς χαρακτηρισμούς, ο πρόεδρος της ΝΔ με τη σιγουριά που ανέδιδε μια δημοσκοπική και συνακόλουθα πολιτική υπεροχή επεδίωξε ουσιαστικά να πετύχει δύο στόχους:

Πρώτον, την αποδυνάμωση στα όρια της πολιτικής απαξίωσης του Αλέξη Τσίπρα με τη βεβαιότητα ότι ο Πρωθυπουργός, έστω και λαβωμένος, παραμένει το μοναδικό ισχυρό χαρτί του ΣΥΡΙΖΑ και ο μόνος συνεκτικός κρίκος της παρούσας κυβέρνησης. Η οξεία προσωπική επίθεση συνοδεύθηκε με φράσεις μεθοδικά επιλεγμένες: τα αλλεπάλληλα χτυπήματα, όπως «είστε κατά συρροήν ψεύτης», «ένας κυνικός δήθεν ιδεολόγος και γνήσιος οπορτουνιστής της εξουσίας», «εκμαυλίζετε την πολιτική» κ.λπ., αποσκοπούσαν σε μια αποδόμηση του Πρωθυπουργού και στα μάτια του αριστερού ακροατηρίου.

Δεύτερον, να ενισχύσει την απήχηση του αιτήματος για άμεση προσφυγή στις κάλπες και να το μετατρέψει σε απαίτηση μιας νέας κοινωνικής πλειοψηφίας. Οι λέξεις ήταν επίσης προσεκτικά επιλεγμένες: οι εκλογές έχουν κόστος, αλλά πολύ μικρότερο «μπροστά στον όλεθρο» από την κυβέρνηση Τσίπρα, ενώ θα οδηγήσουν και στον «διασυρμό» της χώρας και στην «αδιάκοπη φτωχοποίηση». Η προβολή του αιτήματος των δανειστών για τα συμπληρωματικά μέτρα των 3,6 δισ. ευρώ ως «ρήτρα προσωπικής αναξιοπιστίας» του Αλέξη Τσίπρα θα μπορούσε να αναγνωσθεί και ως διαβεβαίωση ότι μια κυβερνητική αλλαγή αρκεί για να αλλάξουν τα δεδομένα.

Η αφοσίωση του Πάνου Καμμένου, που επιβεβαιώθηκε εκ νέου κατά τη χθεσινή συζήτηση, αποτελεί ίσως το μοναδικό κέρδος για τον Πρωθυπουργό. Για περισσότερα μπορεί να ελπίζει μόνον από το Eurogroup με απόδειξη τη βαθιά μνημονιακή βουτιά του.