Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014, ώρα 23.36. Ο κορυφαίος ευρωπαίος διαιτητής Νίκολα Ριτσόλι βάζει τη σφυρίχτρα στο στόμα και λήγει το μαρτύριο. Ο Κλάουντιο Ρανιέρι χαμογελά αμήχανα την ώρα που 17.000 έλληνες φίλαθλοι αποδοκιμάζουν έντονα τους ποδοσφαιριστές της Εθνικής Ποδοσφαίρου μαζί με τον ιταλό κόουτς. Η Ελλάδα μόλις είχε υποστεί την πιο ντροπιαστική ήττα (0-1) της σύγχρονης ιστορίας της από τους «ψαράδες» των Νήσων Φερόες. Ο Κλαύδιος μόλις βίωσε την πιο δύσκολη ημέρα στην πλούσια προπονητική καριέρα του.

Αν η απίθανη πορεία της άσημης Λέστερ –της νέας πρωταθλήτριας Αγγλίας –μεταφερόταν στον κινηματογράφο, αυτή θα μπορούσε να είναι η εναρκτήρια σκηνή της ταινίας. Αλλωστε εκείνο το μοιραίο βράδυ, το τελευταίο του ως ομοσπονδιακού τεχνικού της δικής μας Εθνικής (λίγες ώρες αργότερα απολύθηκε από τον τότε πρόεδρο της ΕΠΟ Γιώργο Σαρρή), έμελλε να σημάνει την απαρχή μιας ανεπανάληπτης ποδοσφαιρικής ιστορίας που θα μνημονεύεται για δεκαετίες.

ΑΓΝΟΙΑ. Ο ρωμαίος μεσσίας που προσελήφθη μετά βαΐων και κλάδων για να αλλάξει την αμυντικογενή αγωνιστική φιλοσοφία της Εθνικής Ελλάδας μετετράπη σε Νέρωνα κατακαίγοντας τα πάντα στο σύντομο πέρασμά του από μια ομάδα που λίγους μήνες πριν άγγιζε το θαύμα της πρόκρισης στις 8 του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Βραζιλίας.

Το πείραμα απέτυχε παταγωδώς διότι ο κόουτς Ρανιέρι, μολονότι διέθετε τριαντάχρονη προπονητική εμπειρία σε κορυφαίους συλλόγους όπως η Γιουβέντους, η Ιντερ, η Τσέλσι, η Ρόμα, η Ατλέτικο Μαδρίτης, η Βαλένθια, η Νάπολι, η Μονακό και η Φιορεντίνα, αγνοούσε τις ιδιαιτερότητες της διαχείρισης μιας εθνικής ομάδας.

Συν τοις άλλοις, είχε την ατυχία να έρθει στα μέρη μας ως ομοσπονδιακός τεχνικός –και όχι ως τουρίστας όπως συνήθιζε τα προηγούμενα χρόνια με αγαπημένους προορισμούς τη Μήλο και τη Μύκονο -, σε μια μεταβατική περίοδο για το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα. Ο εμβληματικός αρχηγός και πανταχού παρών στα μεγάλα ποδοσφαιρικά ραντεβού της χρυσής δεκαετίας 2004-2014 Γιώργος Καραγκούνης κρέμασε τα ποδοσφαιρικά παπούτσια του, ο συνοδοιπόρος του και υπερπολύτιμος Κώστας Κατσουράνης έμεινε δίχως ομάδα, ενώ και άλλοι παίκτες-κλειδιά όπως ο Δημήτρης Σαλπιγγίδης και ο Γιώργος Σαμαράς έπαψαν να λάμπουν. Λίγο καιρό πριν, η διοίκηση της ΕΠΟ είχε αποφασίσει να «καθαρίσει» άκομψα τον επιτυχημένο τεχνικό διευθυντή Τάκη Φύσσα και τον στενό συνεργάτη τού πρώην ομοσπονδιακού Φερνάντο Σάντος, Λεωνίδα Βόκολο. Η Εθνική έχασε τους ηγέτες της κι εκείνους που την κρατούσαν όρθια στα δύσκολα. Το κενό τους ουδέποτε καλύφθηκε και ο Ρανιέρι παγιδεύτηκε σε μια (αρρωστημένη) νέα τάξη πραγμάτων.

ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΤΟΥ. Κι ο ίδιος βέβαια δεν υπήρξε άμοιρος ευθυνών. Επεσε θύμα της πλήρους άγνοιας που είχε για το ελληνικό ποδόσφαιρο (ουδέποτε είδε ζεστά τα νέα του καθήκοντα) αλλά κυρίως της τυφλής εμπιστοσύνης που έδειξε σε μάνατζερ και πρόσωπα παντελώς άσχετα με την ιστορία και το feeling της Εθνικής, την οποία μετέτρεψε από άβατο σε κέντρο διερχομένων. Οι 38 κλήσεις παικτών, οι συνεχείς εναλλαγές συστημάτων και τακτικών και η παντελής έλλειψη πειθαρχίας οδήγησαν τον κόουτς Ρανιέρι σε πλήρη σύγχυση και εν τέλει σε μια παταγώδη και συνάμα ιστορική αποτυχία.

Ας αντιστρέψουμε όμως την πυραμίδα κι ας δούμε την παρούσα κατάσταση υπό άλλο πρίσμα: αν ο Κλάουντιο Ρανιέρι δεν αποτύγχανε στην Ελλάδα, αν συνέχιζε στον πάγκο της Γαλανόλευκης κι αν έφτανε μέχρι το επερχόμενο Euro της Γαλλίας, πιθανώς θα είχε χαλάσει το ωραιότερο ποδοσφαιρικό παραμύθι των τελευταίων 35 ετών.