Η αδήριτη (και πικρή) αλήθεια, χωρίς σοφιστικές υπεκφυγές και παραμύθια. Προπαντός χωρίς αναισθητικό:

1. Η χώρα βρίσκεται δυνάμει σε αδυσώπητη περιδίνηση! Και είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι (είτε το παραδεχόμαστε είτε μη) βαίνει από το κακό στο χειρότερο. Και το χειρότερο αυτή τη φορά, εάν δεν αποσοβηθεί, θα μεταφρασθεί (με τον έναν ή τον άλλον τρόπο) με όρους χρεοκοπικής καταρρεύσεως! Ενεργοποιώντας δυναμικές και δημιουργώντας συνθήκες αποδομήσεων, με απευκταία παράγωγα και βάναυσες υποτροπές. Που όχι απλώς θα τραυματίσουν καίρια την ελληνική καθημερινότητα αλλά και θα επενεργήσουν εν πολλοίς ως χαριστική βολή! Με ό,τι αυτό σημαίνει. Και σημαίνει πλέον εθνική επιβίωση εν αμφιβόλω. Κι αυτό είναι το μείζον.

2. Ενώ αυτά τα δυσοίωνα τεκμαίρονται από καταθλιπτικούς αριθμούς και επαληθεύονται από επώδυνα δεδομένα: α) Οι κομματικές συμπεριφορές (και οι αναπαραγόμενες παραταξιακές αντιθέσεις) είναι παντελώς ασύμβατες με όσα το πολιτικό σύστημα καλείται (και είναι υποχρεωμένο) να διαχειρισθεί. β) Τα ελλείμματα όσον αφορά σωστικές υπερβάσεις ευρύνονται. Και οι αναγκαίες αντιστάσεις γι’ ανακοπή της ολισθήσεως φυλλορροούν. Με αποτέλεσμα, τα μεν αδιέξοδα να πλυθύνονται και να αποβαίνουν δυνάμει απροσπέλαστα, ενώ οι έστω και επώδυνες λύσεις να απομακρύνονται.

3. Το και χειρότερο: Οι αντιδράσεις των καθαυτό θυμάτων της παθογένειας (οι πολίτες δηλαδή) αποδέχονται με ανεξήγητη εν πολλοίς στωικότητα τους έως και βίαιους ακρωτηριασμούς. Που συντελούνται σε κάθε πλέον επίπεδο του βίου. Και που μεταφράζονται, αφενός με απομείωση του βιοτικού τους επιπέδου και αφετέρου με ακύρωση των προοπτικών. Με την έννοια των ελπίδων για υπέρβαση της ταπεινωτικής οικονομικής των (και όχι μόνο) καθηλώσεως. Η οποία και γίνεται πλέον αισθητή σε κάθε σχεδόν επίπεδο της τραυματικής καθημερινότητος. Οπόταν ακριβώς και το χθεσινό απευκταίο κακό αποβαίνει το σημερινό ευκταίο! Και (με την ίδια και αδυσώπητη διαλεκτική) το σημερινό χείρον θα αποτελέσει αύριο το επιθυμητό! «Στου κακού, δηλαδή, τη σκάλα»…

Δεν χρειάζεται ειδική ανάλυση για να πιστοποιηθούν και τα καταλυτικά προβλήματα και οι βαθύτατες ρηγματώσεις που αποδομούν τις εθνικές δυνατότητες. Ούτε και το γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα λειτουργεί εν πολλοίς με όρους εμφυλιοπολεμικών συνδρόμων. Και αν δεν θέλουμε να εμπαίζομεν εαυτούς και αλλήλους, ο κίνδυνος διολισθήσεως προς απευκταίες εκτροπές δεν είναι καθόλου θεωρητικός. Αντιθέτως αποτελεί αυτή τη στιγμή δυνητικό συνακόλουθο του ελληνικού γίγνεσθαι. Και σε ό,τι αφορά το πολιτικό σύστημα. Και ως προς την ίδια την κοινωνία των πολιτών. Με τη δεύτερη τουλάχιστον να μην έχει ακόμη διαβρωθεί. Και να μην αφήνεται να παρασυρθεί προς διχαστικές συμπεριφορές. Που εάν (παρ’ ελπίδα) εκδηλωθούν δεν θα είναι με τίποτε αναστρέψιμες. Οπως και μη αναστρέψιμα θα είναι τα αυτονόητα παράγωγα τέτοιας τροπής.

Εάν λοιπόν αυτά συμβαίνουν, οι θεσμικοί διαχειριστές (αλλά και οι συμμέτοχοι στο σύνολο πολιτικό γίγνεσθαι γενικότερα) οφείλουν: α) Να συνειδητοποιήσουν τις καθ’ όλα ιστορικές τους ευθύνες έναντι όσων συντελούνται και όσων θ’ αναπαραχθούν. Τα οποία και αφεύκτως θα εισπραχθούν. Εάν όχι ως υπαίτιοι, οπωσδήποτε ως χρεώστες έναντι εκείνων που τους ενεπιστεύθησαν το τραυματικό παρόν και το αβέβαιο μέλλον τους. β) Να επανεκτιμήσουν συμπεριφορές, να αναπροσαρμόσουν πολιτικές και να καταθέσουν δυνατότητες στην κοινή τράπεζα. Πέραν κομματικών ιδεοληψιών και παραταξιακών περιχαρακώσεων. Που εμφανίζουν χαρακτηριστικά όχι απλώς διασπάσεως, αλλά εμφυλίου εν τη γενέσει του!

Εάν όχι, τότε είτε δίκαιο νομίζουν ότι έχουν οι μεν, είτε άδικο τους καταλογίζουν οι δε, θα είναι υπαίτιοι αυτών που μόνον εθελότυφλοι δεν βλέπουν και μικρόνοες δεν αντιλαμβάνονται. Καθώς τα γεγονότα τα οποία επικυρώνουν και οι αριθμοί που τα πιστοποιούν προδιαγράφουν τον επίλογο. Που δεν μπορεί με τίποτα να είναι άλλος από εκείνον που όλοι και προϋπολογίζουν και απεύχονται. Και κατ’ ακρίβειαν που δεν θέλουν ούτε καν να σκέπτονται. Καθώς εφάπτεται προϊούσης ολικής καταστροφής.