Οι πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις στις Βρυξέλλες επαναφέρουν στη συλλογική συνείδηση τις αντίστοιχες τραγικές εικόνες από το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Μαδρίτη ή τη Νέα Υόρκη. Στην πράξη, πέραν του δυσεπίλυτου προβλήματος της ασφάλειας και της πρόληψης της τρομοκρατίας, μας δείχνουν παράλληλα τη σύνθετη λειτουργία που καλείται να επιτελέσει η δημοσιογραφία στην εποχή του Διαδικτύου.

Οι πρώτες αναφορές, στην πράξη αναρτήσεις σε ιστοσελίδες και ιστολόγια, προέρχονται από ανθρώπους που βιώνουν το συμβάν, οι οποίοι με τη χρήση των κινητών τηλεφώνων καταγράφουν τα γεγονότα και τα «στέλνουν» –αναρτούν –σε συναφείς ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης ή ιστολόγια, απ’ όπου στη συνέχεια κοινοποιούνται από τον έναν στον άλλον χρήστη, γίνονται viral, μέχρι δηλαδή, στην πράξη, να αξιοποιηθούν από τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης.

Ακόμη μια φορά χρησιμοποιείται το παράδειγμα της δημοσιογραφίας χωρίς ιεραρχίες, της συμμετοχικής δημοσιογραφίας, της δημοσιογραφίας των πολιτών. Ο τρόπος της δημοσιογραφικής πρακτικής και γραφής αλλάζει με την κυριαρχία πιο άμεσων και πιο προσωποποιημένων κειμένων, που συχνά δεν συμβαδίζουν με τις παραδοσιακές αξίες της αντικειμενικότητας, της ερμηνείας και της απόστασης από τα γεγονότα. Ετσι, η δημοσιογραφία σταδιακά μετατρέπεται σε μια πολυφωνική, ανοικτή διαδικασία με τα κείμενα κατασκευασμένα ώς έναν βαθμό από κοινού με τους επισκέπτες των ιστολογίων.

Πολλοί μάλιστα μελετητές της επικοινωνίας και δημοσιογράφοι υποστηρίζουν ότι το Διαδίκτυο έχει επιφέρει αλλαγές στις δομές και στους ρόλους της δημοσιογραφίας, καθώς στο νέο ενημερωτικό οικοσύστημα οι ειδήσεις μετατρέπονται σε μια συμμετοχική δραστηριότητα. Το δε κοινό πλέον είναι σε θέση να συνεισφέρει τις δικές του μαρτυρίες και αντιδράσεις σε σχέση με τα γεγονότα. Σε τελική ανάλυση οι ειδήσεις εξελίσσονται σε κοινωνική εμπειρία.

Το ερώτημα είναι εάν η δημοσιογραφία τελικά καταλήγει να αποτελεί ένα είδος «καφενείου» όπου όλοι λένε τη γνώμη τους και στην πράξη αυτο-αναφέρονται. Κι αν κάτι τέτοιο ισχύει, το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι εάν η δημοσιογραφία στις μέρες μας καθίσταται περιττή και ως επάγγελμα ή και λειτούργημα καταρρέει. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης ισχυρίζονται ότι η μετατόπιση από τα έντυπα στα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης δεν βοηθά το επάγγελμα, καθώς η τηλεόραση προτιμά απλά προβλήματα και σύντομες αναφορές και το Διαδίκτυο τις 190 λέξεις το πολύ. Επίσης, οι νέες τεχνολογίες έχουν συμβάλει στην έκρηξη των πληροφοριών (π.χ., παράγονται περισσότερες πληροφορίες και αυξάνεται η δυνατότητα πρόσβασης στις πηγές της πληροφορίας, όπως τις τράπεζες δεδομένων) με αποτέλεσμα να μειώνεται η εμβέλεια της δημοσιογραφίας.

Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Η ταχύτητα με την οποία η ενημέρωση διακινείται στη σύγχρονη κοινωνία αυξάνεται σταθερά. Για τον δημοσιογράφο, η γρήγορη κάλυψη σημαίνει λιγότερο χρόνο για την επιλογή και την επεξεργασία της είδησης (χαρακτηριστική πρόσφατη περίπτωση είναι της γεωργιανής δημοσιογράφου Κέτεβαν Καρντάβα που κατέγραφε εικόνες στο βομβαρδισμένο αεροδρόμιο των Βρυξελλών αντί να επιχειρήσει να βοηθήσει τους αιματοκυλισμένους συνανθρώπους της –βέβαια την ηθική την έχεις ή δεν την έχεις, αν κι αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Επιπλέον, η χρονική διαφορά ανάμεσα στο γεγονός και στην κάλυψη μειώνεται. Ακόμη, οι δημοσιογράφοι έχουν στη διάθεσή τους λιγότερο χρόνο για να ερευνήσουν ένα θέμα. Πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι οι δημοσιογράφοι δίνουν, πλέον, προτεραιότητα στην ταχύτητα και στη «διάδραση». Οι ειδήσεις στο Διαδίκτυο πρέπει να ανανεώνονται διαρκώς (καθώς πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν οι επισκέψεις και τα κλικ στην ιστοσελίδα) κι αυτό πρέπει να γίνεται με ταχείς ρυθμούς. Πρόκειται, δηλαδή, για μια συνθήκη που επηρεάζει το περιεχόμενο της δημοσιογραφικής εργασίας, πόσω μάλλον της δημοσιογραφικής έρευνας, της κριτικής ανάλυσης και της ερμηνείας. Επίσης, όλο και πιο συχνά η άποψη της κοινής γνώμης αναζητείται μέσα από τις αυτοματοποιημένες έρευνες δημοσκόπησης, ενώ η μέση διάρκεια ζωής των δημόσιων θεμάτων μειώνεται. Παράλληλα, η ανάπτυξη ενός παγκόσμιου επικοινωνιακού συστήματος δημιουργεί επίσης νέα διλήμματα και προβλήματα.

Στην ψηφιακή εποχή, η δημοσιογραφία πρέπει και πάλι να αναζητήσει τη θέση της σε μια κοινωνία που αλλάζει. Μια κοινωνία που είναι ανοικτή, περισσότερο εξαρτώμενη από τα Μέσα, διεθνοποιημένη και τα μέλη της είναι σχετικά καλά μορφωμένα, αλλά πλέον και ανήσυχα, αν όχι φοβισμένα.

Αυτό υποδηλώνει ότι η δημοσιογραφία δεν έχει χάσει την αξία της, αντίθετα καθίσταται περισσότερο πολύτιμη καθώς αποτελεί το τελευταίο οχυρό της γενίκευσης στην εποχή της εξειδίκευσης. Μπορεί η κάλυψη ενός γεγονότος, ιστορίας ή θέματος στις μέρες μας να είναι περισσότερο άμεση και αδιαμεσολάβητη, τόσο σε διεθνές όσο και σε τοπικό επίπεδο, η κοινωνική διάσταση της πληροφορίας όμως εξατομικεύεται όλο και περισσότερο. Είναι όλο και περισσότερο δύσκολο να οργανώσει κανείς τις πληροφορίες, να τις συγκεντρώσει και να προκαλέσει κάποιον ουσιαστικό διάλογο. Γι’ αυτό και θα συνεχιστεί να υπάρχει η ανάγκη για διαχειριστές και αγωγούς του δημόσιου διαλόγου που δεν είναι άλλοι από τους δημοσιογράφους.

Η δημοσιογραφία θα συνεχίσει να επιβιώνει, γιατί παραμένει ένα από τα τελευταία οχυρά της γενίκευσης σε μια κοινωνία που διαρκώς εξειδικεύεται και κατακερματίζεται. Ο μεγαλύτερος βαθμός ατομικής ελευθερίας των πολιτών και ταυτόχρονα ανασφάλειας εντείνουν περισσότερο παρά ποτέ την ανάγκη για κοινό προσανατολισμό. Ο προσανατολισμός του κοινού θα είναι ενδεχομένως και η πιο σημαντική αποστολή των δημοσιογράφων του μέλλοντος.