Από τις εννέα δεκαετίες της ζωής του οι έξι είναι αφιερωμένες στη σύνθεση μουσικής. Ορισμένα δε από τα σάουντρακ που έγραψε – από το «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» εώς τους «Αδιάφθορους»– έγραψαν ιστορία. Το Οσκαρ για τους «Μισητούς οκτώ» που κέρδισε στην πρόσφατη απονομή είναι ο τελευταίος σταθμός μιας bigger than life διαδρομής

Στα 88 του χρόνια, ο Ενιο Μορικόνε κέρδισε το Οσκαρ μουσικής. Κι όταν ανέβηκε στη σκηνή μίλησε ιταλικά. Στη γλώσσα της μουσικής του, τη γλώσσα που γνωρίζουν καλά όσοι αγαπούν τον κινηματογράφο. Μεταξύ μας, δεν νομίζω ότι έδινε τόση σημασία στο εν λόγω βραβείο. Γι’ αυτό και δεν είχε εκφράσει ποτέ επιθυμία ή παράπονο σχετικά με τα συμβαίνοντα στην Ακαδημία «Ούτως ή άλλως τα Οσκαρ είναι σαν λοταρία. Υπάρχουν πολλοί σημαντικοί καλλιτέχνες που δεν κέρδισαν ποτέ αυτό το βραβείο» δήλωνε τον Ιούλιο του 2005, λίγες μέρες πριν εμφανισθεί στο Ηρώδειο με τη Συμφωνική της Ρώμης. Το ρωμαϊκό ωδείο γέμισε ασφυκτικά για δυο βραδιές και εκείνοι που είχαν αποφασίσει τη μετάκλησή του ένιωσαν δικαιωμένοι. Ηταν δυο βραδιές χωρίς επισήμους στις πρώτες θέσεις, αλλά με το αθηναϊκό κοινό να χειροκροτεί επί μακρόν και τον μαέστρο να δείχνει συνεχώς το μέρος της καρδιάς του.

Τα γουέστερν και ο Λεόνε

Στην Ελλάδα, η μουσική του Μορικόνε συνδέθηκε άρρηκτα με την εποχή των σπαγκέτι – γουέστερν, όρο τον οποίο δεν συμπαθεί, αντίθετα με την εποχή κατά την οποία αποτέλεσε δίδυμο με τον σκηνοθέτη Σέρτζιο Λεόνε και απέναντί της ο ίδιος αισθάνεται «πολύ άνετα». H σχέση Λεόνε – Μορικόνε θυμίζει εκείνη του Φεντερίκο Φελίνι με τον Νίνο Ρότα.

«Προσπάθησα να είμαι εκλεκτικός με τα γουέστερν γιατί εκείνη την εποχή γυρίζονταν πολλά. Εδωσα προτεραιότητα στον Σέρτζιο Λεόνε αλλά επειδή μεσολαβούσαν μεγάλα χρονικά διαστήματα ανάμεσα στις ταινίες του δούλεψα και σε άλλα γουέστερν (σ.σ.: απίθανη η μουσική του στο «Ενα πιστόλι για τον Ρίνγκο»). Παρ’ όλα αυτά, αναλογικά με τον όγκο του έργου μου, δεν νομίζω ότι έχω γράψει μουσική για τόσο πολλά γουέστερν. Δεν ήθελα να γίνω γνωστός ως σπεσιαλίστας μουσικοσυνθέτης αυτού του είδους.

Αν κοιτάξετε τη φιλμογραφία μου, θα δείτε ότι μόνο 30-35 από τις 350 και βάλε είναι σάουντρακ ταινιών γουέστερν, δηλαδή περίπου το 8%. Δεν νομίζω, λοιπόν, ότι έχω γράψει μουσική για πολλά». Ο,τι και να έχει πει, στην Ελλάδα η μουσική του για τις ταινίες αυτές άφησε σημάδια ανεξίτηλα. Το μοτίβο από την ταινία «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος», με τον Κλιντ Ιστγουντ, τον Λι βαν Κλιφ και τον Ελάι Γουάλας, έγινε μέχρι και σύνθημα για τα ρομαντικά ραντεβού: ο νέος σφύριζε τον σκοπό στη γωνία και το κορίτσι που άκουγε το σύνθημα κατέβαινε αμέσως στην πόρτα.

Είναι ξεχωριστή η μουσική του. Και αποδίδει 100% την ατμόσφαιρα του φιλμ. Ακόμη, περιέχει πολλά στοιχεία ροκ, μουσικής δηλαδή αφαιρετικής για τον κινηματογράφο, που φέρει τη σφραγίδα ενός κορνετίστα της τζαζ, όπως ήταν ο Μορικόνε στο ξεκίνημά του. Οταν, έπειτα από τη συναυλία στο Ηρώδειο ρωτήθηκε «αν επαναλαμβάνεται», είχε απαντήσει αμέσως: «H επανάληψη δεν έχει σχέση. Το ύφος είναι εκείνο που καθορίζει τη φυσιογνωμία του μουσικού. Αν κάποιος ακούσει Μπαχ τον αναγνωρίζει αμέσως γιατί έχει το δικό του ύφος. Αλλωστε, ακόμη και ο Μπαχ επαναλαμβανόταν στη μουσική του».
Ρωμαίος 100%, ο Μορικόνε γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1928, και στα έξι του χρόνια άρχισε να μαθαίνει κορνέτα, όργανο που έπαιζε και ο πατέρας του. Στα είκοσι και κάτι, άρχισε να παίζει σε τζαζ σχήματα και στα μέσα του ’50 άρχισε να γίνεται γνωστός για τις μελωδίες του, που πέρασαν και στη δισκογραφία. Και στα τέλη του ’50 γράφει τη μουσική για την πρώτη του ταινία. Είναι το «Il federale», του Λουτσιάνο Σάλτσε.

Η δημοτικότητά του εκτινάχθηκε με τη μουσική για την τριλογία του Λεόνε «Για μια χούφτα δολάρια», «Μονομαχία στο Ελ Πάσο» και «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος». Είναι η εποχή που το ιταλικό γουέστερν κερδίζει τη δική του, ξεχωριστή θέση στο κινηματογραφικό στερέωμα. Θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο Μορικόνε έβαλε τη σφραγίδα σ’ εκείνο το διαβατήριο; Οχι, ασφαλώς.

Το «Οχι» στην ελληνική χούντα

Υστερα έρχεται και εκείνο το απαράμιλλο «Here’s to you», από την ταινία «Σάκο και Βαντσέτι», του Τζουλιάνο Μοντάλντο. Ορθια η νεολαία στα σινεμά όλης της Ελλάδας χτυπούσε ρυθμικά παλαμάκια καθώς ακουγόταν το περίφημο τραγούδι, ένα δωρικό φωνητικό ρόντο με τη φωνή της Τζόαν Μπαέζ, που από μόνη της ήταν αφορμή για ξέσπασμα. Πού να το φανταζόταν ο Μορικόνε ότι θα έδινε στην ελληνική νεολαία την αφορμή για ένα ηχηρό «Οχι» στη χούντα, έστω και μέσα στις αίθουσες του σινεμά, όπου προβαλλόταν η ταινία και που εκείνες τις μέρες φιλοξένησαν δεκάδες αστυνομικούς με πολιτικά οι οποίοι σημείωναν συνεχώς στα μπλοκάκια τους.

Και τι δεν έγραψε ο Ενιο Μορικόνε για το σινεμά! «Θεώρημα» του Πιερ Πάολο Παζολίνι, «Σάκο και Βαντσέτι» του Τζουλιάνο Μοντάλντο, «H συμμορία των Σικελών» του Ανρί Βερνέιγ, «H εργατική τάξη πάει στον Παράδεισο» του Ελιο Πέτρι, «1900» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, «Ο άνθρωπος των αστεριών» και «Μαλένα» του Τζουζέπε Τορνατόρε. Αλλά δεν ήταν μονάχα μεγάλος μελωδός. Οι φίλοι της κινηματογραφικής μουσικής ξεχωρίζουν και τα άλλα, τα «δύσκολα», τα κακόφωνα εκείνα soundtracks ταινιών σαν το «Γροθιές στην τσέπη» του Μάρκο Μπελόκιο, «Σταγόνες αίμα στον ήλιο» του Αρμάντο Κρισπίνο, «Ο Εξορκιστής 2: Ο αιρετικός» του Τζον Μπούρμαν, «Το πουλί με τα κρυστάλλινα φτερά» του Ντάριο Αρτζέντο.

Οι υποψηφιότητες των Οσκαρ

Η πρώτη υποψηφιότητα για Οσκαρ ήρθε το 1978 με τις «Μέρες ευτυχίας» του Τέρενς Μάλικ και ακολούθησαν εκείνες για την «Αποστολή» του Ρόλαντ Τζοφέ (1986), τους «Αδιάφθορους» του Μπράιαν ντε Πάλμα (1987) και το «Μπάγκσι» του Μπάρι Λέβινσον (1991). «Σημασία δεν έχει το Οσκαρ αλλά η υποψηφιότητα. Νιώθω υπερήφανος που τιμήθηκα από τους συναδέλφους μου, οι οποίοι πέντε φορές επέλεξαν τη δουλειά μου για να βρεθώ στην πεντάδα των υποψηφίων» έλεγε στο «Βήμα» το 2005. Κι όμως, όπως έχει ο ίδιος δηλώσει, δεν ακούει ποτέ τη δική του μουσική. «Κάθε καινούργια ημέρα στο στούντιο είναι για μένα μια καινούργια πρόκληση. Προσπαθώ να υπηρετήσω με τον καλύτερο τρόπο την ταινία, να επικοινωνήσω με τον σκηνοθέτη και αν τα πάμε καλά, θα συνεργασθώ ξανά μαζί του. Ξανά και ξανά. Είναι ένα πάθος που δεν θα στερέψει ποτέ» έλεγε. Ενα πάθος που τον κρατά νέο στα 88 του. Το απέδειξε μιλώντας στην τελετή της απονομής. Και τώρα, σίγουρα, θα βρίσκεται στο στούντιο και θα γράφει. Χωρίς πιάνο, χωρίς όργανο, επειδή, όπως λέει, «δεν το χρειάζεται».