Οσοι έχουν προλάβει να το δουν μιλούν για «αριστούργημα». Μια εκπληκτική απόδοση της φρίκης του Ολοκαυτώματος, που βυθίζει τον θεατή στην καρδιά του Αουσβιτς με σκοπό να του μεταβιβάσει –για να μεταφέρουμε τα λόγια του σκηνοθέτη Λάζλο Νέμες –«τη διαρκή, οργανική αίσθηση της ανθρωπιάς, όπως αυτή έχει παγιδευτεί στο μέσον της απανθρωπιάς». Στη μία άκρη του νήματος, λοιπόν, «Ο γιος του Σαούλ», μια ταινία που ήδη προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες. Και στην άλλη, το άκρο της απανθρωπιάς και του μίσους, «Ο αγών μου», το μανιφέστο του Αδόλφου Χίτλερ, που γίνεται κοινό κτήμα από πλευράς πνευματικών δικαιωμάτων την 1η Ιανουαρίου 2016, επανεκδίδεται για πρώτη φορά μετά το 1945 στη Γερμανία και πυροδοτεί μια μεγάλη, όχι πάντα ψύχραιμη συζήτηση στην αντίπερα όχθη του Ρήνου –στη χώρα όπου μόλις κυκλοφόρησε ένα κόμικ («La Présidente») που φαντάζεται την ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν πρόεδρο της Δημοκρατίας εν είδει προειδοποίησης προς τους Γάλλους: «Εφεξής, δεν θα μπορείτε να λέτε ότι δεν γνωρίζατε».
Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Σύμμαχοι εμπιστεύτηκαν τα πνευματικά δικαιώματα του «Mein Kampf» στο κρατίδιο της Βαυαρίας, που δεν επέτρεψε ποτέ την επανέκδοσή του. Με το νέο έτος, ωστόσο, 70 χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα, παύουν να υφίστανται πνευματικά δικαιώματα. Θεωρητικά, οποιοσδήποτε μπορεί να το επανεκδώσει. Ουσιαστικά, παραμένει υπόθεση του κράτους. Το βαυαρικό υπουργείο Δικαιοσύνης διατηρεί την απαγόρευση κυκλοφορίας μη σχολιασμένων εκδόσεων –αρκούν για αυτό οι νόμοι που ποινικοποιούν την υποκίνηση φυλετικού μίσους. Με τις ευλογίες και τη χρηματοδότηση των βαυαρικών Αρχών, ωστόσο, αρχές Ιανουαρίου θα κυκλοφορήσουν από το Ινστιτούτο Σύγχρονης Ιστορίας δύο τόμοι συνολικής έκτασης 2.000 σελίδων, όπου το πρωτότυπο κείμενο θα «υποτάσσεται» σε 3.500 σχόλια πέντε διαπρεπών ιστορικών. «Θα είναι ένα ντοκουμέντο εναντίον του Χίτλερ» διαβεβαιώνει ο διευθυντής του Ινστιτούτου. Τέλος της συζήτησης –στη Γερμανία.
Το «Mein Kampf» πρωτοεκδόθηκε το 1925 και όταν πια έγινε καγκελάριος, το 1933, ο Χίτλερ το ανήγαγε σε εργαλείο προπαγάνδας αλλά και προσωπικού πλουτισμού: με τα χρήματα από τα πνευματικά του δικαιώματα αγόρασε το Μπέργκχοφ, την εξοχική του κατοικία στις βαυαρικές Αλπεις. Οσον αφορά το εξωτερικό, έθεσε μια λογοκριμένη έκδοση στη διάθεση Αγγλων και Ιταλών, απαγόρευσε όμως την κυκλοφορία του στη Γαλλία: οι πολίτες της χώρας αυτής, στην οποία είχε αφιερώσει σελίδες ανείπωτης βιαιότητας, δεν έπρεπε να δουν τον Φύρερ ως εχθρό –τουλάχιστον όχι μέχρι να επανεξοπλιστεί. Τη λογοκρισία έσπασε ένας νεαρός ακροδεξιός εκδότης, ο Φερνάν Σορλότ, αποφασίζοντας να δημοσιεύσει μια μετάφραση. Εξασφάλισε μάλιστα τη στήριξη της Διεθνούς Λίγκας εναντίον του Αντισημιτισμού, που προαγόρασε 5.000 αντίτυπα. Ο Χίτλερ κατέφυγε όμως στη γαλλική δικαιοσύνη κι εκείνη τον δικαίωσε τον Ιούνιο του 1934, διατάζοντας κατάσχεση όλων των αντιτύπων –παρεκτός των 5.000 που είχε βάλει στην άκρη η Λίγκα, τα οποία έστειλε σε ισάριθμους ηγέτες της κοινής γνώμης.
«Οι Ναζί πουλάνε…»
O Fayard έχει ξεκαθαρίσει πως δεν θα κρατήσει τα έσοδα από το βιβλίο. Κάποιοι ιστορικοί, ωστόσο, διαφωνούν με την επανέκδοση του «Mein Kampf» από έναν τόσο εμπορικό οίκο, με ό,τι αυτό σημαίνει από πλευράς διαφήμισης. «Οι Ναζί πουλάνε…», επισημαίνει η Ανέτ Βεβιορκά εκτιμώντας ορθότερη μια επανέκδοση του «Mein Kampf» από κάποιον πανεπιστημιακό εκδοτικό οίκο. Aλλοι, πάλι, ζητούν να δημοσιευτεί, συνοδεία όλου του χρήσιμου ιστορικού έργου, μόνο στο Iντερνετ. «Δεν είναι όλα τα κείμενα το ίδιο», επισημαίνουν οι ερευνητές Ταλ Μπριτμάν, Ζοχάν Μπριτμάν, Ερίκ Φουρνιέ και Ζεράρ Νουαριέλ. «Αυτό έχει γίνει σύμβολο, καλύτερα λοιπόν να το απο-ϋλοποιήσουμε. Είναι ο μόνος τρόπος να διασφαλίσουμε πως δεν θα μετατραπεί σε φετίχ, πως δεν θα δούμε ποτέ ουρές αναμονής στη Fnac ή το “Mein Kampf” στη λίστα με τα ευπώλητα».