Η όλη συζήτηση σχετικά με τον νόμο για τις τηλεοπτικές άδειες σηματοδοτεί περισσότερο τη χρονική μας υστέρηση σε σύγκριση με άλλες χώρες ως προς το επικοινωνιακό γίγνεσθαι, παρά την εναρμόνισή μας με τις τρέχουσες εξελίξεις.

Ο νόμος προκάλεσε, όπως θα αναμενόταν, ποικίλα και αιχμηρά σχόλια. Κάποια ήταν εσφαλμένα, όπως το ότι αρκετοί άσκησαν κριτική γιατί ήρθε με τη «μορφή κατεπείγοντος», λες και δεν το συζητάμε από το περασμένο καλοκαίρι, έστω και με τη διακοπή των εκλογών. Αλλες επισημάνσεις ήταν σωστές, όπως ότι ο υπουργός αποκτά μεγάλη δύναμη, ότι πολλές διατάξεις του νόμου θα καταπέσουν σταδιακά στα δικαστήρια, ότι ο νόμος ξεκινά με ένα λειψό Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, στο οποίο δίνεται παράλληλα σημαντικός ρόλος στη διαδικασία αδειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών, ότι το νομοσχέδιο εν τέλει διακατέχεται από μια «αναλογική λογική» στην εποχή της ψηφιακής τηλεόρασης.

Νομίζω όμως ότι χάνουμε μια μεγάλη ευκαιρία, που μόνο η αύρα της επικοινωνίας μπορεί να φέρει στην κοινωνία στην παρούσα φάση. Το ζητούμενο ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια δεν είναι να ανανεώσουμε ακόμη μία φορά, συνήθως για έναν ακόμη χρόνο, τις άδειες στους «νομίμως λειτουργούντες» σταθμούς, αλλά το πώς μπορεί η τηλεόραση και το περιεχόμενό της να συμβάλουν στην άμβλυνση της απαισιοδοξίας που έχει επιφέρει διάχυτα η κρίση.

Και εξηγούμαι: πολλές φορές το έχω αντιμετωπίσει στα κείμενα που στέλνω σε αυτή τη σελίδα. Θέλω να γράψω για τις νέες εξελίξεις στον χώρο των μέσων επικοινωνίας, τα νέα δεδομένα, πώς τα μέσα θα συλλειτουργήσουν στο άμεσο μέλλον, ποιες θα είναι επιπτώσεις για τους εργαζομένους από εσφαλμένες, επενδυτικές ή όχι, επιλογές των ιδιοκτητών, τις νέες συσχετίσεις στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, για το πώς οι αλγόριθμοι θα είναι οι νέοι μας πυλωροί. Αντ’ αυτού, λόγω της επικαιρότητας αναγκάζομαι να γράφω και να σχολιάζω ζητήματα που εντάσσονται σε μια εποχή passé. Οπως και στις άλλες πτυχές της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, φαίνεται να μην έχουμε καταλάβει τίποτε και όποτε πάμε κάτι να κάνουμε, λόγω του στρουθοκαμηλισμού μας πάμε βήματα πίσω, αντί για μπροστά.

Ενα πολύ απλό και ελπίζω για τους αναγνώστες κατανοητό παράδειγμα: στην εποχή των τεσσάρων οθονών εμείς συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε την τηλεόραση ως μέσο που λειτουργεί αποκλειστικά και μόνο στις ερτζιανές συχνότητες. Ούτε καν αναφερόμαστε, λόγου χάρη, στην τηλεόραση τύπου ΟΤΤ. Αλήθεια, πώς θα αντιμετωπίσουμε τα κανάλια στις δορυφορικές και διαδικτυακές πλατφόρμες; Θα ζητήσουμε άδεια παρόχου περιεχομένου και με ποια κριτήρια, με πόσους εργαζομένους; Και αν το κάνουμε, θα έρθουμε αντιμέτωποι με τους τηλεπικοινωνιακούς φορείς, στους οποίους και με βάση τις κοινοτικές οδηγίες θέλουμε να τους πουλήσουμε το ψηφιακό μέρισμα; Κι αν αρνηθούν; Ποιες επενδύσεις θα γίνουν; Μην ξεχνάτε ότι τα επόμενα χρόνια, τον πρώτο και άμεσο λόγο στα τηλεοπτικά δρώμενα θα έχουν όσοι έχουν τους οικονομικούς πόρους (πάντα έτσι γινόταν). Και σε αυτή τη φάση, δεν τα έχουν οι τηλεοπτικές επιχειρήσεις, όταν μάλιστα έχουν χάσει τουλάχιστον το ήμισυ των διαφημιστικών εσόδων τους. Πολύ απλά τα έχουν οι «τηλεφωνάδες», όπως τους αποκαλούν οι άνθρωποι της τηλεόρασης (και μάλιστα σε μετρητά).

Πώς θα αντιμετωπίσουμε αυτή και μύριες άλλες περιπτώσεις που δεν έχω χώρο να αναφέρω εδώ; Με σιωπή; Με την ίδια σιωπή, χωρίς άποψη, όπως συμπεριφερόμαστε σε διεθνή φόρα όταν αναφέρονται εξελίξεις που ούτε καν τις έχουμε αντιληφθεί; Οσο για τον νόμο, τις απόψεις μου τις έχω καταθέσει από το περασμένο καλοκαίρι. Ας μη λησμονούμε αυτό που επισημαίνουν οι νομικοί: «Η γένεση και η λειτουργία της έννομης τάξης οφείλεται στην ικανότητα του πραγματικού να αναδεικνύεται σε κανόνα».