Σάμιουελ Μπέκετ είχε γράψει ένα ραδιοφωνικό στιγμιότυπο, κυριολεκτικά, διότι διαρκεί είκοσι δευτερόλεπτα, όπου στα πρώτα δέκα ακούγεται το κλάμα ενός νηπίου, ίσως την ώρα που αναδύεται από τη μήτρα, και στα δεύτερα δέκα ο παρατεταμένος ρόγχος θανάτου ενός υπερηλίκου. Ο μέγας αυτός ανατόμος του μοντερνισμού επιστρέφει στην αυγή του πολιτισμού, πριν από τις λέξεις, πριν από τη ρητορική, πριν από την υποκρισία, πριν από τα προσωπεία και τη φενάκη των μεταμορφώσεων, όπου τα συναισθήματα δεν γίνονται εργαλεία απάτης ή προσχήματα και ο λόγος τροχιοδεικτική παραπλάνηση. Η κραυγή της γέννησης (χαρά για το θαύμα της ζωής ή διαμαρτυρία για τη βίαιη εισβολή στη θνητότητα;) και ο ρόγχος του θανάτου (διαμαρτυρία για το λίγο της ζωής ή ανυπομονησία για την είσοδο στο μηδέν ή στην αθανασία;) είναι η καταγωγή του θεάτρου, γιατί πάνω σε αυτούς τους δύο ήχους, απλώς επενδυμένους με ωραία λόγια, ύβρεις, πανικούς ή αλαλαγμούς, στηρίζεται το θεατρικό φαινόμενο ως μίμησις πράξεως.

Το κλάμα του νεογέννητου νηπίου είναι το όχημα που πάνω του δρομολογούνται ο θρήνος, η κατάρα, η ευχή, ο ενθουσιασμός, το γιούχα, ο αλαλαγμός και τα σαλπίσματα υποχώρησης και επίθεσης, τα χαίρε και τα σιχτιρίσματα. Ο ρόγχος του θανάτου είναι η τροχιά που διατρέχεται από την απελπισία, τη χλεύη, το τετέλεσται, το επιτέλους, το γιατί και το πότε να τελειώνουμε.

Ολα αυτά συνιστούν την πραγματικότητα, αυτό το ανάμεσα, που λέει ο Καζαντζάκης, στα δύο χάη που προηγούνται και έπονται της ζωής. Και οι τέχνες μιμούνται την πραγματικότητα.

Ο Μπέκετ υπονοεί στο ραδιοφωνικό του στιγμιότυπο πως γεννιόμαστε διαμαρτυρόμενοι γιατί γεννηθήκαμε ή χαρούμενοι γιατί εισήλθαμε στην ύπαρξη και πεθαίνουμε διαμαρτυρόμενοι γιατί φεύγουμε ή χαρούμενοι γιατί επιτέλους απαλλασσόμαστε από την ύπαρξη!

Είχα πάντα την εντύπωση πως ο Μπέκετ υλοποιεί θεατρικά τον μονόλογο του Αμλετ («Να ζει κανείς ή να μη ζει») του Σαίξπηρ, για τον οποίο ο Καμί έγραψε πως είναι το μόνο ουσιώδες φιλοσοφικό ερώτημα και όλα τα άλλα «απλές οδοντόπαστες»!

ΟΙ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ. Η ζωή είναι ένα πηγαινέλα από τον φόβο στην ελπίδα, από την επιτυχία στο φιάσκο, από τη φιλότητα στο νείκος, από την αγάπη στο μίσος, από τον έρωτα στην απάρνηση, από το φως στο σκότος. Το πιο τραγικό είναι όμως οι ψευδαισθήσεις. Συχνά φαντασιωνόμαστε ελπιδοφόρες εξελίξεις όταν η ζωή φοράει το πένθος της. Πόσες φορές δεν μεταμφιέζουμε τη λύπη σε χαρά και την οδύνη σε ηδονή, το μίσος σαν πρόσκληση ερωτική, τον έρωτα σαν πεδίο εξοντωτικής μάχης.

Είδα πρόσφατα στο πρόγραμμα μονολόγων στο Θέατρο Καρέζη τον μονόλογο του Ακη Δήμου «Η αναγνώριση». Εν πρώτοις να πω ότι ο Δήμου, ο Κατσικονούρης και ο Σερέφας είναι μια αισιόδοξη νέα γενιά συγγραφέων που έρχεται να συμπληρώσει τη σπουδαία μετακαμπανελλική σοδειά. Ο Δήμου επικεντρώθηκε στα έργα του γύρω από τυραννικά υπαρξιακά αλλά καθημερινά προβλήματα. Αντίθετα με τις ακραίες ευρωπαϊκές δραματουργικές καταφυγές στην υστερία, την κατάθλιψη, την ερωτική διαταραχή, τα ναρκωτικά και την άρνηση της γονικής στέγης, ο Δήμου πλησίασε και ανίχνευσε αδιέξοδα, πάθη, πόθους, ματαιώσεις, φαντασιώσεις, φαντάσματα, ιδεοληψίες, εμμονές, ψευδαισθήσεις, τόλμες και δειλίες ανθρώπων οικείων, φίλων και συγγενών που κυκλοφορούν, συνομιλούν, συναναστρέφονται ανάμεσά μας. Ο Δήμου διερεύνησε την ελληνική ενδογενή παθογένεια, τα ψυχολογικά, κοινωνικά, ερωτικά, ηθικά καυδιανά δίκρανα που καλείται να γονατίσει για να τα περάσει ο υπαρξιακός έκθετος και ιδεολογικά γυμνός σύγχρονος Ελληνας ως ιθαγενής και συνάμα οικουμενικός, ως δέκτης επιρροών από την ισχυρή και συχνά άτεγκτη παράδοση και τις αναφομοίωτες ιδέες και αξίες που φέρνει ο άνεμος της παγκοσμιοποίησης στα χωράφια μας.

Στον μονόλογο «Η αναγνώριση» ο Ακης Δήμου εκκινεί από μια συχνή και άκρως ερεθιστική συνθήκη. Στο πτώμα ενός θύματος τροχαίου το μόνο τεκμήριο που υπάρχει είναι ένα χαρτί μ’ ένα τηλέφωνο. Το τηλέφωνο η Αστυνομία το ταυτίζει με το νούμερο μιας γυναίκας που αυτονοήτως καλείται να αναγνωρίσει πιθανόν τον νεκρό. Από αυτό το αστυνομικό δεδομένο ο δραματουργός παράγει μια τραυματική εμπειρία. Το θύμα και η γυναίκα στο μακρινό παρελθόν υπήρξαν εραστές. Εσμιξαν σε έναν ερωτικό δεσμό περιπαθή που εγγυόταν μια αιώνια (όπως πάντα δυστυχώς το πάθος είχε την ψευδαίσθηση πως η σχέση είναι ακατάλυτη) ερωτική πανδαισία. Και με υπαιτιότητα του πολυγαμικού αρσενικού ήρθαν η άρνηση, η απαξίωση, οι ταπεινώσεις, τα ψεύδη, οι υποκριτικοί όρκοι και οι θρασείες επιορκίες. Η γυναίκα που καλείται να αναγνωρίσει ένα πτώμα, αναγνωρίζει ένα σώμα που κάποτε αγάπησε και μαζί του απογειώθηκε στον χώρο της ερωτικής μεταφυσικής και συνάμα αναγνωρίζει ένα σώμα που αρνήθηκε να συναινέσει, αποστασιοποιήθηκε, δόθηκε σε άλλες χαρές, άλλες αγκαλιές, εκτονώθηκε πάνω σε άλλα σώματα.

Μια γυναίκα που προδόθηκε συνήθως δεν μισεί μόνο τον προδότη του έρωτα, μισεί τον εαυτό της γιατί αφέθηκε άκριτα στο πάθος, γιατί εμπιστεύθηκε, γιατί γοητεύθηκε και γιατί δεν πρόσεξε τις αμφισημίες του ερωτικού προσωπείου του συντρόφου, δεν είδε τα σημάδια της φυγής.

Ο Δήμου στον πράγματι έξοχο μονόλογο της προδομένης γυναίκας σωρεύει όλη την πίκρα, όλη την αποστροφή, όλη την απαξίωση όχι μόνο για τον προδότη της σχέσης, αλλά γενικά για την ανθρώπινη αναξιοπιστία. Συμβαίνει συχνά και εξακολουθητικά ένας έρωτας, ένα σχέδιο βίου, ένα όραμα να μεταλλάσσονται στα αντίθετά τους. Είναι το αντίστροφο του συνδρόμου Σαύλος – Παύλος, ένας φανατισμός να μεταπίπτει σε αντίθετο ανελέητο φανατισμό και ένα παράφορο πάθος σε ένα βαθύ μίσος.

Η προδομένη γυναίκα του Δήμου σχεδόν νιώθει μια πρωτόφαντη αλλά ψυχρά ελεγχόμενη ηδονή άλλης τάξεως βλέποντας πλέον ερωτικά ανενεργό, άρα αφοπλισμένο το ερωτικό σώμα που κάποτε χάρηκε και το απώλεσε.

ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ. Συχνά ο προδομένος έρωτας οδηγεί σε δολοφονίες, άλλοτε σε ηθελημένη αμνησία. Οταν όμως γίνεται βαθιά απέχθεια, τροφοδοτεί τον ψυχισμό τού ή της προδομένου/ης με πολλή χολή που δηλητηριάζει διά βίου τον ψυχισμό του/της.

Η Γιώτα Φέστα ερμήνευσε με τρόπο αριστουργηματικό την παγωμένη περσόνα της προδομένης του έρωτα. Κατόρθωσε να μας πείσει με λόγο λιτό, κίνηση λιτή και μια βαθιά πίκρα στα αδάκρυτα μάτια πως το τραύμα ήταν ανεπούλωτο και η μνήμη έχει στομώσει μετατρέποντας την παλαιά ευτυχία σε αηδία και την ανάμνηση της ηδονής σε διαρκή ψυχική και σωματική οδύνη. Ο ψυχρός χώρος του νεκροτομείου της Βαρβάρας Μαυρακάκη, η έξοχη μουσική του Μαραμή και οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Κουτσάφτη συνέτειναν ώστε η ερμηνεία της Φέστα να γίνει χλευαστική χαμηλόφωνη κραυγή.

Σκηνοθεσία, ερμηνεία:

Γιώτα Φέστα

Μουσική:

Δημήτρης Μαραμής

Σκηνικά:

Βαρβάρα Μαυρακάκη

Φωτισμοί:

Φίλιππος Κουτσαφτής