Ποιο είναι το «τέρας», στο οποίο ζούμε; «Γυμνή χώρα, πολιτικά, παραγωγικά και πολιτιστικά αποσκελετωμένη, που ψάχνει το ελπιδοφόρο νεύμα στο βαθύ σκοτάδι. Αυτά είναι και τα απότοκα μιας πολλαπλής συλλογικής παπαγαλίας. Ούτε εξευρωπαϊσμός ούτε εκσυγχρονισμός ούτε ανάπτυξη ούτε αριστερή εμβάθυνση. Αυτό χτίσαμε και χτιστήκαμε εντός του. Οι αλληλενοχοποιήσεις και η φιλολογική δυσφορία για το είδος Ευρώπης που μασάμε, για τους κακούς ή για το λαϊκό δίκιο που είναι ασυμμάζευτο και τραχύ, είναι τα μέλη μιας απέραντης ψυχωσικής αυταρέσκειας που απλώς αφήνονται στον αέρα. Αυτό είναι κρίση».

Αρχίσαμε κάπως βαριά; Πάντως αρχίσαμε με εκείνο που χαρακτηρίζει το πρόσωπο που παρουσιάζεται εδώ. Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι τα γραπτά του. Τα άρθρα του. Οι σκέψεις του. Και αυτό μπορούν να το πιστοποιήσουν –του το θαυμάζουν άλλωστε –οι σύντροφοί του, οι δίπλα του.

Οσο κι αν ο λόγος του βουλευτή Σάμου του ΣΥΡΙΖΑ και συντονιστή στο Τμήμα Πολιτισμού του, στο γραπτό τουλάχιστον (συνήθως στην «Αυγή», αλλά και παλαιότερα στην «Ελευθεροτυπία», στο «Βήμα» και αλλού), έχει το ατελεύτητο και ανεπίδοτο, τη δυσκαμψία του θεωρητικού που του αποδίδουν, κάνει κάποιους να παραδέχονται ότι «ταιριάζει γάντι στην αισθητική της Αριστεράς». Ισως γι’ αυτό και εξακολουθούν να τεντώνουν τα αφτιά τους για το τι θα πει ο Σεβαστάκης τώρα που βούτηξε (επέλεξε να βουτήξει, λένε) στον λάκκο των λεόντων: στα προφορικά της τηλεοπτικής υπερέκθεσης. Εκφράζοντας όμως, όσο και όποτε μπορεί, αυτήν ακριβώς την αισθητική.

Από την ώρα που ο Αλέξης Τσίπρας χτύπησε το καμπανάκι στους υπουργούς να μην ξοδεύουν χρόνο στα κανάλια, κάποιοι έπρεπε να αναλάβουν να δίνουν το σήμα κυβέρνησης και κόμματος. Και ο Δημήτρης Σεβαστάκης, με τον αέρα του διανοούμενου και περγαμηνές καθηγητή στην Αρχιτεκτονική του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, ανέλαβε να το κάνει. Ακόμη και με υπερέκθεση προσωπική, στα κανάλια. Αλλωστε στα τόσο δύσκολα που έχουν βουτήξει ΣΥΡΙΖΑ και κυβέρνηση, «όποιος μπορεί να βοηθήσει ας το κάνει», όπως μου εξηγούσε στέλεχος. Εκείνο που δεν μου επιβεβαίωσε κανένας για τον Δημήτρη Σεβαστάκη είναι ότι κάποιος τον έσπρωξε να το πράττει.

Οντας λοιπόν στα φώτα της δημοσιότητας τελευταία, ο καθηγητής που έχει πολλά κοινά με τον άλλον (μη ενεργό στην πράξη) καθηγητή και νυν υπουργό Πολιτισμού Αριστείδη Μπαλτά, με καταβολές και οι δύο από το «βαθύ» κόμμα, δεν μπορεί παρά να θυμηθεί τις ρίζες του. Στον διανοούμενο, δικηγόρο, συγγραφέα, αντιστασιακό και εξορισμένο, πολιτευτή της ΕΔΑ και του Συνασπισμού, πατέρα του –γιο αγροτών από τα Σακουλαίικα Σάμου –Αλέξη Σεβαστάκη. Εναν από τους διανοούμενους της Αριστεράς που έδωσαν το στίγμα στις πάλαι ποτέ εκλογικές συνεργασίες με το ΠΑΣΟΚ, κερδίζοντας την έδρα της Σάμου. Οπως έκανε τον Ιανουάριο και ο γιος του Δημήτρης, με 9.043 ψήφους και 36,17% για τον ΣΥΡΙΖΑ, έναντι 6.214 της ΝΔ.

Αυτό ήταν κάτι σαν επιστροφή στο πρωταρχικό για τον γεννημένο το ’60 Δημήτρη Σεβαστάκη, που δήλωνε –γραπτά πάντα –ότι έχει «ανάγκη τη μνήμη της Σάμου». Και των χρόνων που κόντρα στον Ντοστογέφσκι και στον Παπαδιαμάντη που διάβαζαν οι γονείς του στο απομονωμένο, έξω από το Καρλόβασι, σπίτι τους, έπαιζε μπάλα στα χωράφια. Προτού βρεθεί το 1979 στη Σχολή Καλών Τεχνών να σπουδάζει υπό τα βλέμματα των Γιάννη Μόραλη, Δημήτρη Μυταρά, Δημήτρη Κούκου, Ζαχαρία Αρβανίτη. Παράλληλα σχεδόν με τον συγγραφέα, καθηγητή Πολιτικής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ αδελφό του, Νικόλα Σεβαστάκη.

Προτού δρομολογηθούν οι 13 μέχρι σήμερα ατομικές εκθέσεις του ζωγραφικής (η τελευταία το 2014), μεταξύ ρεαλισμού και εξπρεσιονισμού και προτού εκείνος αισθανθεί το άχθος του βουλευτή, που πρέπει τρεις ημέρες την εβδομάδα να αφουγκράζεται την εκλογική του περιφέρεια. Πότε με δηλώσεις κατά της άρσης του μειωμένου ΦΠΑ στα νησιά, πότε κοντά στους απλήρωτους ναυτεργάτες του «Μυτιλήνη», πότε σε συνεννοήσεις με το Ιδρυμα Λάτση για ενίσχυση του Κέντρου Ταυτοποίησης Υπηκοότητας Σάμου.

Το χειροκρότημα από την –ομόφωνη –εκλογή του ως συντονιστή στο Τμήμα Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ έχει σβήσει. Κάποιοι θυμούνται ότι είναι πολύ αγαπητός κι ας μην ήταν –όπως ο Χριστόφορος Παπαδόπουλος –συγγραφέας της πρότασης Πολιτισμού, που συζητήθηκε πολύ. Αλλοι, πάλι, αποδίδουν στο θεωρητικό της φύσης (και του λόγου) του μια κάποια δυσθυμία ή δυσκολία απέναντι στα πρακτικά, με ένα ράθυμο «θα το δούμε». Εκείνος βέβαια εξακολουθεί να επιβεβαιώνει: «Τι θέλετε να κάνω και θα το κάνω».

Το «ναι» του στα προαπαιτούμενα της συμφωνίας και το «παρών» στο άρθρο 1 δεν έχουν περάσει απαρατήρητα στο κομματικό φόντο ούτε οι υπογραφές ενάντια στο Μνημόνιο, με το «Δεν χρωστάμε – Δεν πουλάμε – Δεν πληρώνουμε» των 171 διανοούμενων, ή των 14 κομματικών στελεχών και των 50 βουλευτών που στήριξαν τον Αλέξη Τσίπρα «απέναντι στην ανερμάτιστη πολιτική της λεγόμενης ρήξης». Η σφραγίδα «προεδρικός» διακρίνεται στο μέτωπό του, την ώρα που κάποιοι –ειδικά στον τομέα του, των εικαστικών –κοντράρουν στην επιλογή του, ευαγγελιζόμενοι αλλαγή συντονιστή σε πρώτη ευκαιρία. Η πλειονότητα τον θέλει να εκπροσωπεί την «αισθητική της Αριστεράς» και να παραμένει όσο το επιθυμεί. Κι ας μη μιλάει για εκείνο που πραγματικά θα ήθελε: πως μέσα στη συζήτηση περί κρίσης και Μνημονίων, μέσα στις δυσκολίες, πάψαμε ακόμη και να αναφέρουμε τη λέξη πολιτισμός.