Τετάρτη απόγευμα. Κυψέλη – Παγκράτι με ταξί. Διάρκεια διαδρομής τριάντα πέντε λεπτά. Η Αλεξάνδρας και η Βασιλίσσης Σοφίας πίτα. Αλλά και τα στενά τελείως πηγμένα. «Εγινε κάτι έκτακτο;» ρωτάω τον οδηγό. «Μπα. Κάνει απλώς καλό καιρό και βγήκανε να πάρουν τον αέρα τους».

Πέμπτη βράδυ. Τσάρκα με φίλο στο κέντρο της πόλης. Από Πλατεία Κλαυθμώνος μέχρι Χαυτεία κι από Μοναστηράκι μέχρι Γκάζι, κάθε δεύτερη –άντε κάθε τρίτη –πόρτα είναι ορθάνοιχτη: Καφέ, μπαρ, εστιατόρια, σουβλατζίδικα, σουσάδικα –άπαντα με μια πινελιά «προχωρημένου» κι εναλλακτικού –αγκομαχούν για να σερβίρουν τον κόσμο ο οποίος συνωθείται. Μετέφηβοι μα και τριαντάρηδες, με το κοστούμι κατευθείαν από τη δουλειά, και σαρανταπεντάρες –διαζευγμένες που επιχειρούν καινούργιο ξεκίνημα κι έχουν το ένα τους μάτι μονίμως καρφωμένο στο κινητό ενώ το άλλο μάτι χτενίζει τον χώρο.

Τα ίδια –υπό κλίμακα –συμβαίνουν και στις γειτονιές του Λεκανοπεδίου. Στη Φωκίωνος Νέγρη γνωρίζει δόξες μια ψαροταβέρνα. Στο Ιλιον και στο Μενίδι τα κοψίδια πάνε σύννεφο.

«Τελείωσε η κρίση και δεν το κατάλαβα;» ρωτάω εντυπωσιασμένος τον κολλητό μου. «Συνήθισε απλώς ο κόσμος. Μπούχτισε να αγωνιά και να τσακώνεται». Πράγματι. Στις κουβέντες σπανίως πια ακούγεται το όνομα του Τσίπρα. Κι ακόμα σπανιότερα των αντιπάλων του. Οι ίδιοι άνθρωποι που είχαν χάσει τη γη κάτω απ’ τα πόδια τους το καλοκαίρι με τα capital controls ή που –σε επαναστατικό παροξυσμό –διαδήλωναν υπέρ του Οχι, τυρβάζουν πλέον περί τις κλασικές αξίες της ζωής: βιβλία, ταινίες, παραστάσεις για τους πιο ψαγμένους. Γκομενιλίκια, αμερικανικά σίριαλ και ζώδια για όλους ανεξαιρέτως.

«Πρόκειται για εντελώς προσωρινή ανακωχή» συμπεραίνω. «Μας περιμένει φοροκαταιγίδα –θα αλαλιάσουμε!». «Μπα… Κάπως θα τη σκαπουλάρουμε και πάλι» με καθησυχάζει ο φίλος μου.

«Βάσει των αριθμών», μου εξηγεί, «ό,τι βλέπουμε γύρω μας είναι οφθαλμαπάτη. Οταν τέσσερα σχεδόν εκατομμύρια Ελληνες δηλώνουν μηνιαίο εισόδημα κάτω από 350 ευρώ, η Αθήνα θα ‘πρεπε να έχει γεμίσει φαβέλες. Εξαλλα πλήθη να κατεβαίνουν στο Κέντρο όχι για να πιουν καφέ μα για να λεηλατήσουν τα καταστήματα τροφίμων». «Τους ζήσαμε τους Αγανακτισμένους και τα μπάχαλα από το 2008. Ωσπου ήρθε η κυβέρνηση της Αριστεράς και δίχως να βελτιώσει σχεδόν τίποτα –επιδεινώνοντας, ίσα ίσα, εντυπωσιακά τα οικονομικά μεγέθη –επανέφερε το χαμόγελο στα χείλη των πολιτών. Ενώ επί χρόνια οι δρόμοι έκλειναν μέρα παρά μέρα από διαδηλώσεις, απ’ τον Ιανουάριο επικρατεί πρωτοφανής κοινωνική ειρήνη».

«Σικέ ήταν όλα δηλαδή;» δυσπιστώ. «Ζήτημα αλλαγής ψυχολογίας; Και οι συντάξεις πείνας; Και οι δείκτες ανεργίας;».

«Ο Μαρξ το έχει περιγράψει διαυγέστατα» σοβαρεύει ο φίλος μου. «Οι οικονομικές κρίσεις στον καπιταλισμό αναδιανέμουν τον πλούτο. Αλλάζουν τον κοινωνικό χάρτη. Στην Ελλάδα έθαλλε εδώ και δεκαετίες μια τεράστια μεσαία τάξη, η οποία ευημερούσε όχι κυρίως παράγοντας αλλά καταναλώνοντας. Με τη χρεοκοπία του κράτους το 2010, άρχισαν να χωρίζονται τα πρόβατα από τα ερίφια. Τα πρόβατα, οι τυχεροί της παλιάς μεσαίας τάξης, θα τη βγάλουν σχετικά καθαρή. Θα ζοριστούν για μερικά τέρμινα ακόμα, θα παραμείνουν όμως νοικοκύρηδες και νοικοκυρόπαιδα. Μόλις ξεκινήσει ο νέος κύκλος ανάπτυξης, θα καβαλήσουν το κύμα και ποιος τους πιάνει!».

«Και τα ερίφια;». «Τα ερίφια κλάψ’ τα. Οσοι –λόγω ηλικίας, έλλειψης δεξιοτήτων, πρωτίστως δε έλλειψης προσαρμοστικότητας –βγουν οριστικά από το παιχνίδι θα τους φάει το σκοτάδι. Θα φυτοζωούν αθέατοι. Τα βράδια μόνο των εκλογών θα μας υπενθυμίζουν την ύπαρξή τους: Ενα 20-25% των ψηφοφόρων, εκείνοι που δεν έχουν πουθενά να επενδύσουν, πολυδιασπασμένο στα ακραία κόμματα. Στη μετακομμουνιστική Ρωσία μπούκαραν οι μαφιόζοι στις πολυκατοικίες και πετούσαν με τις κλωτσιές τα γεροντάκια για να μετατραπούν τα σπίτια τους σε γραφεία εταιρειών. Δεν άνοιξε ρουθούνι».

«Πολύ κυνικά μου τα λες». «Για να παραφράσω τον Λένιν, ο κυνισμός είναι το ανώτερο στάδιο του ρεαλισμού. Θα πιεις ένα κρασί ακόμα;».