«Πατέρας» του δείκτη μιζέριας (Misery Index) θεωρείται ο αμερικανός οικονομολόγος Αρθουρ Οκούν, ο οποίος κατάρτισε τον δείκτη στα μέσα του περασμένου αιώνα, σταθμίζοντας τις επιπτώσεις ανεργίας και πληθωρισμού, αποκλειστικά για την αμερικανική οικονομία.

Εκτός ΗΠΑ, ο δείκτης επεκτάθηκε (με την προσθήκη και άλλων μεταβλητών όπως το κόστος δανεισμού και η μεταβολή τού κατά κεφαλήν εισοδήματος) μόλις στις αρχές της νέας χιλιετίας από τον καθηγητή (στο Πανεπιστήμιο Τζον Χόπκινς) Στιβ Χάνκε.

Στις ΗΠΑ, η πορεία του δείκτη αξιολογείται και στη βάση των πιθανοτήτων επανεκλογής του εκάστοτε πλανητάρχη. Οσο ο δείκτης πέφτει ή διατηρείται χαμηλά, οι πιθανότητες επανεκλογής αυξάνονται.

Τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι ο δείκτης «διαβάζει» μάλλον σωστά το μέλλον των προέδρων στις ΗΠΑ.

Ο Ρεπουμπλικανός Αϊζενχάουερ, για παράδειγμα, κατάφερε να επανεκλεγεί τον Νοέμβριο του 1956 με τον δείκτη μιζέριας στο 6,53%. Ο δημοκρατικός Τζόνσον κατέληξε με έναν αυξανόμενο δείκτη στο 8,13% τον Νοέμβριο του 1968 και ο Χάμφρεϊ (ο δημοκρατικός υποψήφιος ο οποίος τον διαδέχθηκε) έχασε από τον Νίξον. Στην αρχή της προεδρίας του Νίξον ο δείκτης αυξανόταν (έως και το 11,67% τον Δεκέμβριο του 1970), στη συνέχεια όμως άρχισε να πέφτει σημαντικά και ο Νίξον κατάφερε να επανεκλεγεί τον Νοέμβριο του 1972.