Ηρθα σε τούτο το ατελιέ πριν από 22 χρόνια. Εδώ μέσα δημιουργήθηκα. Εκείνη την εποχή επιθυμούσα να ζωγραφίσω την Αθήνα και δούλευα στην ταράτσα. Ανέβαζα τα τελάρα με σκοινιά. Τρία χρόνια –από το ’93 ώς το ’96 –κάτω από τον ήλιο να ζωγραφίζω ερείπια, γιαπιά, το εργοτάξιο του μετρό (σ.σ. σταθμός Λαρίσης), ένα τοπίο με καμία αίσθηση οργάνωσης και γεωμετρίας. Από την ταράτσα με κατέβασαν οι άνθρωποι. Ημουν 33 ετών το 1996 όταν έδειξα ό,τι είχα φτιάξει στο Παρίσι. Τότε κατάλαβα ότι η υπόθεση «τοπίο» είχε κλείσει για μένα, δεν με αφορούσε.
Το ατελιέ –ένα παλιό διώροφο σπίτι στην οδό Τροφωνίου –πριν το είχε η Μαρία Φιλοπούλου. Υπήρχε η αύρα της στον χώρο. Σε μερικές γωνιές μπορείτε να δείτε ακόμη τις πινελιές της, καθώς χρησιμοποιούσε τους τοίχους ως παλέτα. Δεν αισθάνθηκα όμως ότι βάδιζα στα βήματά της, αν και είναι αλήθεια ότι χρειάστηκε να περάσουν πάνω από 20 χρόνια για να ζωγραφίσω τη σκάλα που κι εκείνη είχε βάλει στα έργα της.
Για μένα αποτελεί ό,τι πιο προσωπικό και πνευματικό έχω. Εδώ μέσα έχω έρθει σε επαφή με όλες τις δυσκολίες που θέτει η επιλογή μου. Εδώ έχω αντιμετωπίσει προβλήματα κι εδώ έχω βρει και λύσεις. Το αγαπώ διότι μου δίνει τη δυνατότητα να δουλεύω χωρίς προφυλάξεις, μη στάξει χρώμα στο πάτωμα, στους τοίχους, και διότι το έχω ζωγραφίσει δεκάδες φορές.
Είναι προέκταση του εαυτού μου. Τρέμω όταν έρχεται η καθαρίστρια μήπως και διαταράξει την αταξία που έχω δημιουργήσει. Με γοητεύει η αταξία. Το ετερόκλητο και το αναπάντεχο λειτουργούν όπως οι λέξεις σε ένα ποίημα που δημιουργούν ηλεκτρικό σπινθήρα σε μια διάταξη που δεν περιμένεις. Αλλωστε κι ο πίνακας τι είναι; Η προσπάθεια να βάλεις τάξη στο χάος που δημιουργείται από τα αλλεπάλληλα καθημερινά ίχνη που αφήνουν τα χέρια σου δουλεύοντας στον καμβά. Οταν έχω λοιπόν αυτό το άγχος, δεν μπορώ να βάλω τάξη και στο περιβάλλον μου.
Χρειάζομαι επίσης την πατίνα του χρόνου. Δίνει χρώμα. Δεν μπορώ να ζωγραφίζω καινούργια πράγματα. Και δεν ζωγραφίζω από το μυαλό μου. Αποτυπώνω αυτό που βλέπω και το αποτέλεσμα είναι αυτό που φαίνεται σε μένα.
Φοβάμαι μη γίνει σεισμός και πέσει το κτίριο. Δεν φοβάμαι μήπως εξαντληθεί το ενδιαφέρον μου για τον χώρο, διότι και συνέχεια να ήμουν σε ένα δωμάτιο, πάντα τα πράγματα είναι διαφορετικά καθώς ζωγραφίζω διαφορετικούς ανθρώπους με διαφορετικά ρούχα σε διαφορετικές στάσεις. Ζωγραφίζω τη δουλειά τους, τη μόρφωσή τους, τον χαρακτήρα τους, το πώς καταλαμβάνουν τον χώρο. Πολλές φορές διαβάζουν κιόλας. Εχουν διαβάσει πολλοί και πολύ εδώ μέσα. Δεν φέρνουν τα δικά τους βιβλία, αλλά όσα έχω εδώ. Θα μου κακοφαινόταν να διαβάζουν Αρλεκιν.
αποκηρυγμένα έργα. Στο ραδιόφωνο παίζει πάντα Γ’ Πρόγραμμα. Εχω μάθει πολλά. Κάποιες φορές σημειώνω τι μου αρέσει για να το ψάξω αργότερα. Στην αποθήκη βρίσκονται τα αποκηρυγμένα έργα μου, ημιτελή, πειραματικά, μερικά που έκανα όταν ήμουν φοιτητής. Δεν τα πετάω γενικά. Μου κακοφαίνεται. Ούτε τα πινέλα μου πετάω. Είναι οι πεσόντες για να φτιάξω ό,τι ήθελα.
Οταν κοιτάζω τα έργα μου είναι σαν να φυλλομετρώ ένα ημερολόγιο. Μεσημέρι Σαββάτου. Οκτώβριος του 2009. Ο καιρός βροχερός. Ζωγράφιζα το πορτρέτο της Χριστίνας όταν χτύπησε το τηλέφωνο και μου είπαν ότι πέθανε ο πατέρας μου. Καλοκαίρι του 1994 ήταν όταν ζωγράφιζα τη Δήμητρα και στο ραδιόφωνο άκουσα ότι πέθανε ο Μάνος Χατζιδάκις.
Δεν ξέρω αν είναι το ατελιέ της ζωής μου, αλλά είναι πολύ σημαντικό. Καθώς βλέπω το γήρας να έρχεται, ίσως κάποια στιγμή αναζητήσω έναν χώρο πιο κοντά στο σπίτι μου, που δεν θα χρειάζεται να ανεβοκατεβαίνω τις σκάλες του μετρό. Με ενδιαφέρει πάντως κάτι που να βρίσκεται στο Κέντρο.