Πριν από λίγες μέρες έφυγε πλήρης ημερών από τη ζωή ο Κώστας Βίρβος, μια πληθωρική και συνάμα εμπνευσμένη προσωπικότητα του μεταπολεμικού μας πολιτισμού. Στιχουργός, όπως δυστυχώς έχει καθιερωθεί να χαρακτηρίζονται οι ποιητές οι οποίοι γράφουν στίχους που μελοποιούνται. Κι εδώ ας σταθώ. Οταν μιλάμε για αρχαία λυρική ποίηση αναφερόμαστε ακριβώς σε ποιητές που εκφράζονταν ταυτόχρονα και με τη μουσική. Η Σαπφώ, π.χ., ήταν μια ποιήτρια που η ίδια μελοποιούσε τα ποιήματά της. Ολα τα είδη της λυρικής ποίησης, από την ελεγεία ώς τα επιθαλάμια, τους θρήνους, τα γαμήλια, ήταν τραγούδια. Ακόμη στη λυρική ποίηση ανήκαν και τα χορικά της τραγωδίας, όπως και οι διθύραμβοι, τα εμβατήρια και τα λατρευτικά, είτε ήταν ξόρκια είτε αποτροπαϊκά είτε ικεσίες.
Ο Πλούταρχος γράφει πως οι αιχμάλωτοι αθηναίοι στρατιώτες της ηλίθιας και καταστροφικής εκστρατείας στη Σικελία που έσπαζαν πέτρες στα νταμάρια των Συρακουσών, τα βράδια ξαπλωμένοι και αλυσόδετοι στα πρανή του βουνού τραγουδούσαν χορικά για την ξενιτιά του Ευριπίδη (π.χ. το «Να ‘μουν πουλί να πέταγα» από την «Ιφιγένεια στην Ταυρίδα»).
Η χωλή μας εκπαίδευση συκοφάντησε το δημοτικό τραγούδι (τραγούδι, ντε!) και αποσκοράκισε το μέλος, και γυμνό από μελωδία έγινε «καθαρό» λογοτεχνικό, ποιητικό, αναγνώσιμο ή απαγγελλόμενο κείμενο!
Εχω συναντήσει στη ζωή μου και φιλολόγους που θαύμαζαν τα δημοτικά τραγούδια της ξενιτιάς, τα ερωτικά, τα νανουρίσματα και απεχθάνονταν, όπως λέγανε, τα κλαρίνα και τα σαντούρια!!
Αυτός ο θλιβερός δυϊσμός έγινε και στην Ευρώπη, όταν οι σύνθετες τέχνες αυτονομήθηκαν, από δω η ποίηση καθαρή, από κει η «καθαρή» μουσική, ο παντόμιμος, ο χορός. Προσπάθησαν να ξανασυνθέσουν την τραγωδία με την όπερα και δυστυχώς, πλην του Βάγκνερ, γελοιοποίησαν το κείμενο!
Το Βυζάντιο συνέχισε τη ζεύξη μεγάλης ποίησης με τη μουσική και βέβαια ο λαός υπόγεια τραγούδησε τα πάθη, τα πένθη, την ξενιτιά, τον έρωτα ώς την εποχή που όπως είπα, με τις συλλογές των ξένων, του Φοριέλ π.χ., απομόνωσαν το ποίημα από τη σύμφυτη μουσική του. Η ιδιοφυής προσπάθεια του Μπο – Μποβί, του ελβετού μουσικολόγου, να επανασυνδέσει τα δύο στοιχεία, ποίηση και μέλος, έμεινε στα πανεπιστημιακά ζητούμενα.
Ο λαός μας συνεχίζοντας την υπόγεια διαδρομή συνέχισε να τραγουδάει στα πανηγύρια, στους γάμους, στις κηδείες, στις γιορτές του.
Ετσι, σε χρόνια δίσεκτα, μεταναστεύσεις, εθνικές καταστροφές, φυσικές καταστροφές, διωγμούς, φυλακίσεις, εξορίες, προσφυγιά, τραγούδησε. Ετσι, ως συνέχεια του δημοτικού τραγουδιού και προέκτασή του γεννήθηκε το λαϊκό τραγούδι, των παρυφών των πόλεων, των υποβαθμισμένων γειτονιών και των κοινωνικά αποσυνάγωγων παριών, το ρεμπέτικο.
Για πολλά χρόνια τα ρεμπέτικα τραγούδια δεν είχαν επώνυμους δημιουργούς. Συνέχιζαν την παράδοση των δημοτικών. Εξάλλου, πολλές κομπανίες είχαν στο ρεπερτόριο και δημοτικά και λαϊκά ως ενιαία λαϊκή παράδοση. «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν», του καθολικού το θρήσκευμα Συριανού Βαμβακάρη, έχουν στίχο δημοτικού τραγουδιού!
Ο Ρένος Αποστολίδης ανθολόγησε στην κλασική του ποιητική Ανθολογία δίπλα στον Παλαμά, τον Σεφέρη, τον Αναγνωστάκη, τον Καβάφη και τραγούδια του Γιώργου Μητσάκη! Πλάι στα δημοτικά.
Ο Κώστας Βίρβος ανήκει σ’ αυτή τη μεγάλη παράδοση, την παρέλαβε, τη διεύρυνε θεματικά, την άπλωσε στο ευρύ πεδίο των κοινωνικών και πολιτικών μας περιπετειών.
Αν ρίξει κανείς μια ματιά στις ανθολογίες του ρεμπέτικου, π.χ. του Πετρόπουλου, θα διαπιστώσει πως ο ανθολόγος ακολουθεί κατά γράμμα τις κατηγοριοποιήσεις που εισήγαγε ο μεγάλος έλληνας λαογράφος και ανθολόγος του δημοτικού τραγουδιού Νικόλαος Πολίτης, ακολουθώντας βέβαια τον Φοριέλ και τους άλλους ξένους ανθολόγους του ρομαντισμού. Ετσι έχουμε και στο λαϊκό τραγούδι τραγούδια της αγάπης, της ξενιτιάς, μοιρολόγια, του γάμου, της εξορίας, των φυλακών κ.λπ.
Ο Βίρβος με τα υπερδιχίλια τραγούδια που έγραψε εξάντλησε όλο το θεματολόγιο με τις πιο εξειδικευμένες παραλλαγές του.
Ο Βίρβος δεν ήταν ρεμπέτης, δεν ζούσε στο περιθώριο. Ξεκίνησε από τα Τρίκαλα, όπως και ο Τσιτσάνης και ο Καλδάρας, από περιοχές όπου επικρατούσαν οι Σαρακατσάνοι, κυρίως μετακινούμενοι ποιμένες με δικό τους γλωσσικό ιδίωμα. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ είχε ασχοληθεί με την καταγωγή τους και ο καθηγητής Καββαδίας με έξοχη επιστημονική προσέγγιση.
Ο Βίρβος σπούδασε όπως όλα τα παιδιά του Θεσσαλικού Κάμπου στην Πάντειο και επαγγελματικά έφθασε να είναι ανώτερο υπαλληλικό στέλεχος στα Κρατικά Λαχεία. Οταν τη δεκαετία του ’80 χρειάστηκε για λόγους προστασίας των πνευματικών μας δικαιωμάτων (αντιδρώντας σε μια άστοχη μεθόδευση της Μελίνας ως υπουργού Πολιτισμού) να ιδρύσουμε την ΕΔΕΤ (ήμουν, όπως θυμούνται όλοι, ο νονός της Ενωσης Δημιουργών Ελληνικού Τραγουδιού), να συγκροτήσουμε σωματείο. Πρώτος πρόεδρος ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, τον διαδέχτηκε ο Μίκης Θεοδωράκης κι αυτόν ο Γιώργος Κατσαρός, η αφεντιά μου ήμουν, με επιμονή τού Γκάτσου, ο μόνιμος αντιπρόεδρος και ο Βίρβος γραμματέας, κυρίως γιατί είχε επιφορτισθεί και το έφερε εις πέρας να συγκροτήσει λόγω ειδίκευσης αναλογιστική μελέτη δίκαιας διανομής των πνευματικών μας δικαιωμάτων που ήταν εκτεθειμένα λόγω των πολλών κέντρων μετάδοσης (κέντρα διασκεδάσεως, συναυλίες, δισκογραφία, κινηματογράφος, θέατρο, ραδιόφωνο, τηλεόραση, εξωτερικό). Ο Βίρβος παρέδωσε μια σοφή μελέτη που ισχύει έως σήμερα.
Οπως είπα, για πολλά χρόνια το λαϊκό τραγούδι είχε δημιουργούς αλλά έμεναν ανώνυμοι και ο κάθε συνθέτης ή τραγουδιστής άρπαζε τους στίχους, τους παραποιούσε, προσέθετε, αφαιρούσε, αλλοίωνε κ.τ.λ.
Αλλά μετά τη δεκαετία του ’60 όλοι διεκδίκησαν τα δικαιώματά τους. Τότε αναδύθηκαν στην επιφάνεια στιχουργοί όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Βασιλειάδης (ή Τσάντας, κυκλοφορούσε με μια τσάντα και μοίραζε στίχους), ο Θάνος Σοφός. Κορυφαίος ο Βίρβος, ο οποίος εισήγαγε στο ποιητικό κείμενο κοινωνικές, πολιτικές και ηθικές επισημάνσεις. Εποχή που οι Ελληνες βίωναν τα επίχειρα του Εμφυλίου, της εξορίας, των φυλακών για πολιτικούς λόγους, κυρίως της μετανάστευσης στα εργοστάσια της Γερμανίας και στα ορυχεία του Βελγίου, όταν κατά χιλιάδες κοπέλες στρέφονταν ως υπηρέτριες στην Αυστραλία, ο Βίρβος τραγούδησε πένθη, καημούς, πάθη, απελπισμένους έρωτες, ερημιά των εργατουπόλεων και συνάμα κριτική για μια νέα τάξη κοινωνική –μαυραγορίτες, εργολάβους, μεσίτες, κομπιναδόρους, λαμόγια και σουλατσαδόρους.
Διαβάζοντας τις τελευταίες ημέρες νεκρολογίες για τον Βίρβο δεν είδα να μένουν οι συντάκτες σε τρία μείζονα έργα του, μνημειώδη και συνάμα επαναστατικά. Την «Καταχνιά» του Χρήστου Λεοντή, έναν θρήνο και ένα έπος για την Κατοχή, και τον «Θεσσαλικό Κύκλο» του Γιάννη Μαρκόπουλου, το έπος της εξέγερσης του Κιλελέρ, αλλά και τους «Διαλόγους» του Λουκιανού που μελοποίησε ο Μίμης Πλέσσας.
Αυτά τα έργα είναι το «βάθος ποιητικού τοπίου» του Βίρβου που συστηματοποιούν και επικεντρώνονται με συνείδηση πολιτική και ηθική σε θέματα που είχε επεξεργασθεί σε λαϊκές ζωγραφιές και επιτάφιους θρήνους με μουσική του Τσιτσάνη, του Νικολόπουλου, του Καλδάρα, του Μπιθικώτση, του Καλαϊτζίδη και στο εξαίσιο νανούρισμα που τραγούδησε η Ζαβιτσιάνου στο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» του Θεοδωράκη.