Φίλτατε Ιωάννη,

(…) Το έργον είνε σπουδαίον, και το επόνεσα. Εχω μεταφράσει τα 2/5. Συν Θεώ, τον Ιανουάριον τελειώνει. Κατόπιν, όταν μυρίση καλοκαίρι, μπορεί κ’ εγώ ν’ αξιωθώ να πατήσω εις τα εδάφη της «Παναρμονικώτατης Αθήνας». Κατόρθωσε να στείλης ολίγα λεπτά εν τω μεταξύ. –Τώρα, να μου στείλης ταχυδρομικώς μισήν οκά τσιγαρέττα ψιλά Αγρινίου, του Βάρκα (…)

Νβρ. 24 1903

Σκιάθω

Ο σος

Αλ. Παπαδιαμάντης

Ο Ιωάννης (αλλού Γιαννάκης) δεν είναι άλλος από τον εκδότη Γιάννη Βλαχογιάννη που απαντά:

Ελαβα το γράμμα σου, αδερφέ Αλέξανδρε, αλλά δε μου λες αν έλαβες δρχ. 25 που σούστειλα. Τη Δευτέρα θα σου στείλω τον καπνό δρχ. 13 (χωρίς το κουτί και τα ταχυδρομικά). Είμαι σε τρομερώτατες φτώχειες και μη ρωτάς πώς περνώ. Είχα δίκες για 500 δραχμές. Είχα ληξιπρόθεσμο γραμμάτιο για 120 δρχ. Αρχισα να εξοφλώ και δεν προφτάνω. Είμαι χωρίς ρούχα! Τι θα γίνω! Η μόνη σωτηρία μας είναι να τελειώσης την ιστορία και να την δώσω στο δήμαρχο Πειραιώς (που είναι στενώτατος φίλος του φίλου μου κ. Μερκούρη). Εμπρός! Σε 10-15 μέρες θα σου στείλω και άλλα χρήματα. Σε παρακαλώ ν’ αφήσης λιγάκι την καλοκαιρινή τεμπελιά. Oταν επιτέλους έχης μεγάλη ανάγκη από χρήματα, γράφε μου.

Σε φιλώ

Βλαχογιάννης

Η αλληλογραφία αυτή αποτελεί μικρό κομμάτι μιας μεγάλης εκδοτικής περιπέτειας που κράτησε πάνω από έναν αιώνα! Η «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Τόμας Γκόρντον, επί το ελληνικότερον Θωμά Γόρδωνος, μεταφράστηκε από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη –επειγόντως! –στις απαρχές του 20ού αιώνα. Και εκδόθηκε μόλις πριν από λίγες μέρες από το Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Πρόκειται για βασική πηγή για την Eλληνική Επανάσταση μαζί με άλλες «Ιστορίες», όπως του Σπυρίδωνος Τρικούπη, του Πουκεβίλ και, βέβαια, του Φίνλεϊ, ενός άλλου Βρετανού που επίσης μετέφρασε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και εκδόθηκε πριν από μερικά χρόνια από το Ιδρυμα της Βουλής. Η Αγλαΐα Κάσδαγλη, καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, που έχει ταξινομήσει και καταλογογραφήσει το αρχείο του Γκόρντον στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη του Αμπερντίν, μιλάει στον πρόλογο της έκδοσης για «ένα από τα πρωιμότερα έργα που γράφτηκαν για την Eλληνική Επανάσταση, που από την αρχή θεωρήθηκε και ένα από τα σοβαρότερα και εγκυρότερα». Ο σκωτσέζος φιλέλληνας Γκόρντον, κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας με εκτάσεις στη Σκωτία και ζαχαροφυτείες στην Τζαμάικα, υπηρέτησε και στον ελληνικό Στρατό, είδε από κοντά τους ελληνικούς εμφυλίους και την απόβαση του Ιμπραήμ, ενώ έφερε στην Ελλάδα το τελευταίο κομμάτι του δεύτερου αγγλικού δανείου, έχοντας την εντολή να διατηρήσει τον απόλυτο έλεγχο στη διαχείρισή του. Οσο για την τρίτομη «Ιστορία» του (που έχει κυκλοφορήσει σε μία – δύο εκδοχές ακόμη στα ελληνικά) γράφτηκε «με μετριοπάθεια» και διάθεση για «ακριβή απεικόνιση της πραγματικότητας».

Στον πρόλογο της έκδοσης, ο πρώτος επιμελητής της Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος (ακολούθησαν με δεύτερη επιμέλεια οι Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου και Αγγελος Μαντάς) εξιστορεί την περιπέτεια του χειρογράφου που ίσως και να σώθηκε ακριβώς επειδή δεν εκδόθηκε.

Ο Βλαχογιάννης δεν κατάφερε να το εκδώσει, στα δίτομα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη ωστόσο που εξέδωσε δεν σώζονται τα χειρόγραφα. Επειτα από πολλές περιπέτειες –μετά τον θάνατο του Βλαχογιάννη τα χειρόγραφα πέρασαν στα χέρια του Αγγελου Παπακώστα χωρίς πάλι να γίνει κατορθωτή η έκδοσή τους –κατατέθηκαν εντέλει στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (το 1981) για να αναλάβει κατόπιν την έκδοσή τους το ΜΙΕΤ.

Οπως έλεγε ο τότε πρόεδρός του Εμμ. Χ. Κάσδαγλης, η παπαδιαμαντική γλώσσα της μετάφρασης «είναι εντελέστερη από εκείνη της πεζογραφίας του». Πράγματι, εκτός από την ίδια την ιστορία της Επανάστασης, διαβάζει κανείς και λέξεις όπως «ορμαθιασμένοι», «χολοσκασμούς», «νυκτοσκοποί», «πλησιόχωρα», «φαμιλικώς» και πολλές άλλες που εμπλουτίζουν μια απλή καθαρεύουσα με χαρακτηριστικά μιας γλώσσας όμορφης, ρέουσας, παπαδιαμαντικής.