Δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς πόσοι από τους τεχνικούς –μεταφορείς, φωτιστές, ηχολήπτες –ή άλλους, πιο καλλιτεχνικούς συντελεστές, που συμμετείχαν στην προγενική δοκιμή της «Σονάτας του σεληνόφωτος» το βράδυ της περασμένης Δευτέρας, γνώριζαν μια «λεπτομέρεια» που ανέφερε κάποια στιγμή ο ποιητής Αντώνης Φωστιέρης: ότι την «υπόθεση» του συνθετικού αυτού ποιήματος την ενεπνεύσθη ο Γιάννης Ρίτσος από μια ιστορία που του είχε αφηγηθεί κάποτε ο άδικα λησμονημένος ποιητής Δημήτρης Δούκαρης.

Υπήρξε μια πραγματική ιστορία που είχε συμβεί στον ίδιον, με την επίσης άδικα λησμονημένη ποιήτρια Μελισσάνθη ως ηρωίδα της σονάτας να αφηγείται τις περιπέτειές της σε σχέση με έναν νεότερό της άνδρα, που μας γίνεται γνωστός χάρη στην αφήγησή της. Μέσα στις τόσες έμπρακτες αποδείξεις της μεγαλοφυΐας του Γιάννη Ρίτσου δεν είναι ασφαλώς η μικρότερη να συνειδητοποιούμε ότι η ποίηση έχει προορισμό –όπως ακριβώς η αρχαία τραγωδία και το δημοτικό τραγούδι –να μας γνωρίζει τα πάθη των ανθρώπων, σε διαχωρισμό από τις ίδιες τις μορφές που δοκιμαστήκανε στον ζυγό αυτών των παθών.

Αναμφισβήτητα ο ποιητής της «Ρωμιοσύνης» και της «Τέταρτης διάστασης» ευτύχησε να ζήσει τη «σύγκλιση» ή μάλλον τη «συνεύρεση» των ποιημάτων του με μουσικές γραμμένες από έξοχους έλληνες συνθέτες. Μουσικές με μια καλώς εννοούμενη λαϊκή εκφορά που εξασφάλιζαν σε μια ποίηση δύσκολα εξερευνήσιμη μια παρηγορητική αλλά και αξιοπερίεργη δημοφιλία.

Θα ισχυριζόταν κανείς πως με τελείως διαφορετικές προϋποθέσεις έχουν συντελεστεί η επαφή και η «συνεργασία» του Σταύρου Ξαρχάκου με τον Γιάννη Ρίτσο. Οσο και αν η μουσική σύνθεση του δημιουργού του «Ρεμπέτικου», η εμπνευσμένη από τη «Σονάτα του σεληνόφωτος», συνιστά μια αυτόνομη δημιουργία, δεν παύει να ακούγεται σε σχέση με ένα κείμενο που προϋποθέτει τις νότες όπως ακριβώς δεν θα μπορούσε να είναι άλλες οι λέξεις που το συγκροτούν. Ποιο είναι το μυστικό χάρη στο οποίο συνετελέσθη η ταύτιση αυτή;

Η αναγνώριση από την πλευρά του συνθέτη της τελετουργίας που συνιστά η γραφή του Ρίτσου ώστε το μουσικό της ντύσιμο να μην μπορεί να εννοηθεί παρά ως μια καθαρή μυσταγωγία. Δεν έχει προσεχθεί το ιδιάζον χαρακτηριστικό ενός πολυγραφότατου ποιητή, όπως ο Ρίτσος, που τον αναδεικνύει όμως σε έναν εξαιρετικά οικονομημένο εκφραστικά δημιουργό. Ο «λαλίστατος» Ρίτσος είναι ένας ποιητής της σιωπής, με την έννοια πως ό,τι εκφράζεται μέσα στο έργο του συντελείται κυρίως προκειμένου ένα πρόσωπο να αποκτήσει συνείδηση του κόσμου γύρω του και μέσα του. Χωρίς η έκφραση να παίρνει τη μορφή ενός δίαυλου επικοινωνίας. Φτάνει κάτι να έχει ειπωθεί για να υπάρξει ανάγλυφα μέσα στον χρόνο, έστω και αν δεν το έχει ακούσει παρά μόνον αυτός που το εκφώνησε.

Οι λέξεις και τα πράγματα, οι σκέψεις και τα αισθήματα, συναρμολογούν έναν ανήκουστο ρυθμό που η μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου τον αποκρυπτογράφησε και τον έφερε στο φως, χωρίς να προδώσει τις νομοτελειακές παραμέτρους της δικής του τέχνης. Μιας τέχνης τόσο μεταμορφωτικής ώστε η καταγωγή και η πορεία μιας σπουδαίας τραγουδίστριας όπως η Μαρινέλλα (ερμηνεύει την ηρωίδα της «Σονάτας του σεληνόφωτος») να μην ανιχνεύονται ούτε ως μακρινή μνήμη.