Στην αρχή ήταν η Αριστερή Πλατφόρμα. Οι οργανωμένες εσωκομματικές μειοψηφίες ήταν συστατικό στοιχείο του ΣΥΡΙΖΑ που ήταν βέβαιο ότι θα τον ακολουθούσε και στην εξουσία. Ομως, το πρώτο τετράμηνο της διακυβέρνησης στο κυβερνητικό τοπίο έχουν εμφανιστεί νέες, απρόβλεπτες συνιστώσες. Νέα κέντρα εξουσίας που δίνουν την εντύπωση ότι λειτουργούν αυτόνομα από το Μαξίμου.

Η εβδομάδα που πέρασε ήταν η πιο δύσκολη. Από τις «ανακριτικές» πρωτοβουλίες της Προέδρου της Βουλής μέχρι τα μέτρα που ανακοινώνει –και διαψεύδει –μόνος του ο υπουργός Οικονομικών, η κυβερνητική πολυφωνία ξεπέρασε κατά πολύ τη ρουτίνα των αντιφατικών δηλώσεων για τον προσανατολισμό της χώρας.

Τι φταίει γι’ αυτόν τον κατακερματισμό; Φταίει η απειρία του πρωθυπουργικού επιτελείου; Ή το στυλ διακυβέρνησης του Τσίπρα, που δεν ακολουθεί το καθιερωμένο πρωθυπουργοκεντρικό πρότυπο; Μήπως το πρόβλημα δεν είναι μόνο οργανωτικό;

Ο ιός της Αριστεράς

«Δεν με εκπλήσσει η εικόνα αυτή» λέει πολιτικός με μακρά εμπειρία διακυβέρνησης. «Η Αριστερά ήταν πάντα έτσι. Είχε ομάδες και υπο-ομάδες. Σε αυτά τα κομματικά πρότυπα έχουν γαλουχηθεί αυτοί που σήμερα κυβερνούν. Εχουν μάθει μόνο να συζητούν, να συζητούν, να συζητούν».

Την ίδια δικαιολογία, περί του παραδοσιακού πλουραλισμού της Αριστεράς, επικαλούνται και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ κάθε φορά που έρχονται αντιμέτωπα με την κατηγορία της κακοφωνίας. Το επιχείρησε τα μεσάνυχτα της Δευτέρας και ο υπουργός Επικρατείας, χαιρετίζοντας τη δεκάωρη ανάκριση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΡΤ ως «δημοκρατικό δεδικασμένο».

Είτε πρόκειται για την ΕΡΤ είτε για τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, η ανοχή στις διαφορετικές γραμμές παρουσιάζεται ως ένα νέο πρότυπο ανεκτικής εξουσίας που σπάει την παράδοση του συγκεντρωτισμού. Οπως λέγεται χαρακτηριστικά, «δεν ζούμε πια στην εποχή του «χαντζάρα»» –του Δημήτρη Παγουρόπουλου που όφειλε το προσωνύμιο του στο γεγονός ότι, ως επικεφαλής του Πειθαρχικού στο πρώιμο ανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ, αναλάμβανε να καρατομεί όσους εξόκελλαν εκτός γραμμής.

Η τέχνη της εξουσίας

Το επιχείρημα περί δημοκρατικότητας ακούγεται ως απόπειρα εξωραϊσμού. Στην περίπτωση της επιτροπής για την ΕΡΤ η επίκλησή του επιχειρήθηκε εκ των υστέρων, αφού τόσο ο Παππάς όσο και ο ίδιος Πρωθυπουργός είχαν προσπαθήσει χωρίς επιτυχία να αποτρέψουν την τραυματική για την κυβέρνηση διαδικασία. Και πάντως ο πλουραλισμός δεν μπορεί να δικαιολογήσει κρούσματα όπως η μονομερής ανακοίνωση φόρου στις αναλήψεις από τον υπουργό Οικονομικών.

Πού τελειώνει η δημοκρατική ανοχή και πού αρχίζει η διάλυση; Σύμφωνα με μια άποψη, η άσκηση της εξουσίας είναι μια τέχνη που τη μαθαίνει κανείς με τον χρόνο. «Κανείς μας δεν ήταν έμπειρος όταν ανέλαβε καθήκοντα. Ολοι στην αρχή έχουν αργά αντανακλαστικά» απαντά άνθρωπος που έχει ζήσει χρόνια στο Μαξίμου. «Ο Τσίπρας και οι δικοί του δεν είχαν μάθει να δουλεύουν έτσι, υπό αυτήν την πίεση με αυτές τις προθεσμίες».

Ο ίδιος σημειώνει ότι κάθε κυβέρνηση χρειάζεται χρόνο ώσπου να βρει ρυθμό το επιτελείο της, μέχρι να ρολάρει ο μηχανισμός της. Και αναγνωρίζει στον Τσίπρα το ελαφρυντικό ότι κλήθηκε να κυβερνήσει με ένα κόμμα που δεν είχε κυβερνητική πείρα σε πολύ αντίξοες συνθήκες, χωρίς να έχει καμία περίοδο προσαρμογής.

Ως επιπλέον «τεχνική» δυσκολία επισημαίνεται το γεγονός ότι στην πραγματικότητα ο μεγάλος ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα μόλις τριών ετών, που για να μεγαλώσει κλήθηκε να ενσωματώσει πολύ γρήγορα τα πιο ετερόκλητα στελέχη. Αρκεί να δει κανείς πώς στελεχώθηκε το οικονομικό επιτελείο. Δεν είναι μόνο ο αναπληρωτής υπουργός Μάρδας που, εντελώς ξένος με το κόμμα, βρέθηκε στην κυβέρνηση, αν και δεν γνώριζε το όνομά του ούτε ο υπουργός Επικρατείας που τον ανακοίνωσε. Ακόμη και ο ίδιος ο Βαρουφάκης μπορεί να βγήκε πρώτος σε σταυρούς, αλλά μόνο κοινή πολιτική κουλτούρα δεν έχει με την παλιά φρουρά του ΣΥΡΙΖΑ, που δείχνει πιο συμβατή με τα στελέχη των ΑΝΕΛ, παρά με τον υπουργό Οικονομικών.

Η καταστατική ασάφεια

Είναι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μια άπειρη ομάδα που θα «δέσει» με τον χρόνο και θα μάθει να κυβερνά; Σύμφωνα με μια ανάλυση, το πρόβλημα δεν είναι μόνο οργανωτικό. Ούτε έχει να κάνει μόνο με τις διοικητικές ικανότητες του Τσίπρα. Η εικόνα της Βαβέλ είναι απλώς το σύμπτωμα ενός βαθύτερου προβλήματος: της αμφιταλάντευσης ως προς τον στρατηγικό στόχο.

Οσο ήταν στην αντιπολίτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να ισχυρίζεται ότι είναι και υπέρ της παραμονής στο ευρώ και υπέρ της αθέτησης των κανόνων της ευρωζώνης. Ο Τσίπρας δεν φρόντισε να θεραπεύσει αυτή τη θεμελιώδη αντίφαση μεταξύ των δύο γραμμών. Οποτε ερχόταν ο ίδιος αντιμέτωπος με το ερώτημα απαντούσε ότι η ευρωζώνη θα προσαρμοζόταν στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη και μετά τις εκλογές η ρητορική του ήταν διχασμένη, πότε στον τόνο της ρήξης και πότε στον τόνο του συμβιβασμού. Αυτή η αμφιθυμία αντανακλάται και στις συμπεριφορές των στελεχών. Οπως λέγεται χαρακτηριστικά, «ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει, να δηλώνει νομιμόφρων και να το εννοεί».