Η μεγάλη ρωσίδα ηθοποιός Κνίπερ, σύζυγος του Τσέχοφ, που ενσάρκωσε τους μεγάλους ρόλους της τετραλογίας του, αφηγείται πως όταν άρρωστος ο σπουδαίος εκείνος δημιουργός είχε καταφύγει στη Σαχαλίνη, αυτό το νησί απέναντι από την Ιαπωνία όπου ως επιδημιολόγος-γιατρός είχε μελετήσει τις επιδημίες ελονοσίας λόγω των ενδημικών εκεί αποικιών ανωφελών κωνώπων, είχε αφοσιωθεί στη συγγραφή του «Βυσσινόκηπου», μια μέρα χτύπησε την πόρτα του κήπου της ντάτσας (του εξοχικού σπιτιού τους) ένας νεαρός με υπό μάλης ένα ντοσιέ. Είπε στην Κνίπερ πως επιθυμεί να επισκεφθεί τον «δάσκαλο». Εκείνη του είπε πως είναι δύσκολο να τον ενοχλήσει, διότι γράφει. Ο νεαρός τής εξέφρασε τη βαθιά του επιθυμία και το γεγονός ότι ερχόταν από χιλιάδες βέρστια μακριά. Η Κνίπερ χτύπησε την πόρτα του εργαστηρίου, όπου ο συγγραφέας συγκεντρωνόταν για να δημιουργεί και τον παρακάλεσε να δεχθεί τον νεαρό που τόσο επιτακτικά ζητούσε να τον δει και ερχόταν από κοπιαστικό, για την εποχή, ταξίδι (με άλογο, έλκηθρο, άμαξα).

Ο Τσέχοφ δέχθηκε τον νεαρό, ο οποίος τον πληροφόρησε πως γράφει θέατρο και θα ήθελε να του εμπιστευθεί τα χειρόγραφά του. Ο Τσέχοφ τού είπε πως κι αυτός αυτήν την εποχή γράφει πυρετωδώς ένα έργο, γι’ αυτό θα τον παρακαλούσε να του αφήσει τα χειρόγραφα και να έρθει ύστερα από έναν μήνα για να έχει τον καιρό να τα διαβάσει. Ο νεαρός έφυγε και ακριβώς έναν μήνα μετά ξαναχτύπησε την εξώθυρα του κήπου. Ο Τσέχοφ τον δέχθηκε και του εξομολογήθηκε πως δεν είχε βρει καιρό, λόγω της εντατικής του εργασίας για το έργο που συνέθετε, να διαβάσει το χειρόγραφά του, ζητώντας συγγνώμη. Του δήλωσε πως αν είχε την καλοσύνη να τα αφήσει για ευθετότερο χρόνο ή να τα πάρει. Ο νεαρός εκνευρισμένος άρπαξε το ντοσιέ του και δήλωσε ότι τα παίρνει πίσω. Πριν φύγει οργισμένος, ο Τσέχοφ τον κάλεσε να επιστρέψει στο γραφείο του και του ψιθύρισε κοιτώντας τον στα μάτια: «Αγαπητό μου παιδί, κοιμάστε τις νύχτες;», «Σαν το πουλάκι» απάντησε ο νεαρός. «Ε! Τότε, αγαπητέ μου, δεν χρειάζεται να διαβάσω τα χειρόγραφά σας. Δεν έχετε ταλέντο. Αν είχατε δεν θα σας άφηνε, όπως εμένα, να κοιμηθείτε».

Το ανέκδοτο είναι καταλυτικό. Και θα χρειαστεί να αφηγηθώ ξανά και κάποιο άλλο αρχαιότερο και μακρινό. Ο μεγάλος ποιητής της Ιαπωνίας Μπασό που άφησε μια εξαίσια κληρονομιά από χιλιάδες χαϊκού (μια ποιητική λαϊκή φόρμα της Ιαπωνίας ενός ποιήματος τριών στίχων 5, 7, 5 συλλαβών), λέει η παράδοση είχε καθαρογράψει ένα χαϊκού: «Ενα αλογάκι της Παναγίας –βγάλε του τα φτερά –αδράχτι (άτρακτος)». Κάποια νύχτα σαν αυτές τις άγρυπνες του Τσέχοφ, σηκώθηκε έξαλλος από το κρεβάτι του και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο, φωνάζοντας: «Ντροπή σου Μπασό, πώς τόλμησες να ταπεινώσεις ένα πλάσμα του Θεού;». Κάθησε στο γραφείο του και αποκατέστησε τη δικαιοσύνη αναστρέφοντας απλώς τους στίχους «Ενα αδράχτι –βάλε του φτερά –αλογάκι της Παναγίας».

Για όσους έχουν την έγνοια της δημιουργίας, και δεν εννοώ μόνο της καλλιτεχνικής, δεν είναι δυνατόν να μη διακατέχονται από μια βαθιά καθημερινή, νύχτα και μέρα, αγωνία όχι μόνο για το περιεχόμενο αλλά κυρίως για τη μορφή του έργου που παράγουν.

Γιατί βεβαίως το θέμα ενός έργου είναι πρωταρχικό, θεμελιώδες και ουσιαστικό, αφού αυτό φέρει το μήνυμα (και δεν εννοώ βέβαια έναν διδακτισμό). Αλλά τα θέματα είναι στην πλειονότητά τους γνωστά, διάχυτα, συχνά κοινόχρηστα. Εχει αποδειχθεί από την έρευνα πως μπορούμε με αναγωγές σε μοτίβα να καταλήξουμε σε πολύ λίγες δεκάδες, άντε εκατοντάδες, αφηγηματικούς πυρήνες. Οι Ρώσοι μάλιστα φορμαλιστές και οι Τσέχοι πριν από 80 χρόνια κατέληξαν σε μετρημένα στα δάχτυλα μοντέλα αφηγηματικής ίντριγκας. Το ίδιο και οι λαογράφοι, αφού σήμερα στο Ελσίνκι υπάρχει ένα ίδρυμα που συγκεντρώνει παραμύθια απ’ όλον τον κόσμο και τα ταξινομεί έτσι ώστε να έχουν καταλήξει πως είναι λίγοι οι καμβάδες που παραλλαγές τους είναι όλη η παγκόσμια παραγωγή παραμυθιών. Αλήθεια πόσες παραλλαγές του Κοντορεβυθούλη ξέρετε; Ενας αδύνατος και περιφρονημένος από το περιβάλλον του νέος αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας ένα ακατόρθωτο έργο, λογικά αντιμετωπίζει μύρια όσα εμπόδια, τα ξεπερνά, φθάνει στον στόχο του και επιστρέφει κατανικώντας άλλα τόσα εμπόδια. Πίσω από τον Κοντορεβυθούλη είναι η Οδύσσεια και μπροστά του π.χ. Ο Κορδοπάτης του Βαλτινού.

Εκείνο όμως που στοιχειώνει μια δημιουργική αγωνία είναι η μορφή. Ο τρόπος, οι μηχανισμοί, οι ανατροπές, το ύφος, το ήθος της αφήγησης, τα χρώματα, ο όγκος, οι ήχοι, οι συνηχήσεις, τα σχήματα στον χώρο, η ροή των κινήσεων, οι συμπεριφορές, οι αντιδράσεις, οι σιωπές, οι κλιμακώσεις των παθών (για να πάρω μορφολογικά ζητούμενα από λογοτεχνία, εικαστικά, χορό, μουσική, υποκριτική κτλ.).

Πυρηνικό για μένα παράδειγμα είναι ο Διονύσιος Σολωμός στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους». Το θέμα του είναι δεδομένο. Ζητούμενο είναι ο τρόπος. Θέλει να καταγράψει τον πειρασμό που προκαλεί η οργιάζουσα φύση γύρω από το Μεσολόγγι στους πεινασμένους, ξεθεωμένους, στο χείλος της καταστροφής πολίτες που δοκιμάζονται δεινά. Η φύση γύρω τους τούς καλεί να ζήσουν, να χαρούν τη ζωή, τις ηδονές της. Ετσι θέλει ο ποιητής να βρει τρόπο να φθάσει η δοκιμασία έως τις ρίζες των αισθήσεων και να διεγείρει τον πόθο για χαρά της ζωής.

Επειδή τα πάντα μέσα στην πολιορκημένη πόλη είναι μαραζωμένα, αφού ακόμη και το αεράκι που φυσάει από το απέναντι βουνό τούς «πολεμάει», τους πολιορκούν οι ήχοι και οι μυρωδιές.

Ακόμη και μέσα στη σκιά των θάμνων και των δένδρων «φουντώνουν». Εκτοξεύονται γευστικοί και οσφραντικοί ερεθισμοί. Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους, ο ποιητής στα κατάλοιπά του έχει γράψει δεκάδες φορές τον επόμενο στίχο: «Ανάκουστος κελαϊδισμός και λιποθυμισμένος». Μέσα σ’ αυτή τη «φούντωση», την «κάψα», ένα πετούμενο βρίσκεται σε ερωτικό οργασμό και πάνω στην αποκορύφωση της ηδονής αφήνει αυτή την πρωτάκουστη ερωτική κραυγούλα και εν συνεχεία αποκλιμακώνεται η ηδονή ώσπου ο σπασμός χαλαρώνει και σβήνει. Εξοχη ερωτική εικόνα που διεγείρει τον πειρασμό του στερημένου ερωτικά πολιορκημένου, άνδρα ή γυναίκας. Κι όμως ο ποιητής δεν ικανοποιείται. Κάτι του λείπει, σε κάτι η εντύπωση που επιθυμεί να προκαλέσει υστερεί. Ετσι όταν κάποια στιγμή τού ζητείται να τυπώσει αυτό το απόσπασμα (και είναι μία από τις σπάνιες περιπτώσεις που δημοσιεύει τις δοκιμές του και τα σχεδιάσματά του) διορθώνει τον στίχο: «Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος»!! Αυτό είναι έρευνα και αγωνία για τη μορφή. Αλλαξε περιεχόμενο ο στίχος; Οχι. Αλλαξε όμως ένταση. Η οργασμική κλιμάκωση του ερωτευμένου πουλιού από την κορύφωση (κε) έφθασε στην αποκορύφωση (κι), άρα ο ποιητής αναζήτησε ηχητικά να βρει τη νότα όπου έφθασε στην απογείωσή της η ηδονική κραυγούλα του πουλιού.

Μπορώ να φανταστώ τη στιγμή που ο Σολωμός, σαν τον Μπασό, τινάχτηκε από το ξάγρυπνο κρεβάτι του και διόρθωσε τον στίχο για να αποδώσει κι αυτός τη δικαιοσύνη, δηλαδή την ισορροπία ανάμεσα στη φύση και στη μίμηση πράξεως, που είναι η τέχνη.

Ας γίνουν τα παραπάνω (αν και δεν το πιστεύω, αφού οι άνθρωποι αυτοί είναι θλιβεροί μεροκαματιάρηδες της τέχνης) μάθημα για όσους αντί να ψάχνουν και να βρίσκουν τα βαθιά κλειδιά για να ερμηνεύσουν τους κλασικούς, τους ανασκολοπίζουν, τους βιάζουν, τους καρατομούν και σαν τον πρόσφατο παιδοκτόνο τούς διαμελίζουν και πετούν τα κομμάτια τους στη λεκάνη της τουαλέτας τους και μόνη χειρονομία τους είναι να τραβήξουν το καζανάκι.