Επτά χρόνια τώρα η χώρα βρίσκεται στη δίνη μιας πρωτοφανούς κρίσης. Ωστόσο, το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να διαμορφώσει στοιχειώδεις κανόνες συνεννόησης. Το κομματικό συμφέρον επισκιάζει το εθνικό. Ο καταγγελτικός λόγος, η οξύτητα, οι τυφλές αντιπαραθέσεις υποκαθιστούν τον ουσιαστικό διάλογο, τη γόνιμη ανταλλαγή απόψεων, τη σύνεση και την εξεύρεση κοινά αποδεκτών προσεγγίσεων.

Ο διαχωρισμός μνημονιακών και αντιμνημονιακών δυνάμεων είναι ψευδεπίγραφος και κοντόφθαλμος. Ούτε τον τόπο υπηρετεί αλλά ούτε τις ίδιες τις κομματικές σκοπιμότητες. Μπορεί η προσήλωση του ΣΥΡΙΖΑ στη σκληρή αντιμνημονιακή γραμμή να τον εκτίναξε στην εξουσία, ωστόσο, το όφελος που αποκόμισε μάλλον πρόσκαιρο είναι. Οπως φαίνεται, του γυρίζει μπούμερανγκ. Τον παγίδευσε σε μια αδιέξοδη και επικίνδυνη στρατηγική.

Αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση, βρέθηκε εγκλωβισμένος στη μέγγενη των προεκλογικών διακηρύξεων και ανεδαφικών του υποσχέσεων. Η προσγείωσή του στη σκληρή πραγματικότητα υπήρξε ανώμαλη. Παράλληλα, επιβεβαίωσε πως τα φλέγοντα προβλήματα της Ελλάδας και της οικονομίας δεν αντιμετωπίζονται με ιδεοληψίες και εμμονές.

Οι δυστοκίες, παλινωδίες και αντιφάσεις που επιδεικνύει η κυβέρνηση είναι απότοκες των μονομερειών και της απολυτότητας της αντιπολιτευτικής της περιόδου. Εκατό ημέρες τώρα αδυνατεί να χαράξει και να αποκρυσταλλώσει καθαρή στρατηγική χωρίς αντιφάσεις και αμφισημίες. Οι ακροβασίες της στις διαπραγματεύσεις είναι αποκαλυπτικές. Η αναζήτηση έντιμου συμβιβασμού συνυπάρχει με τις αποκαλούμενες «κόκκινες γραμμές». Η έλλειψη ευελιξίας καθίσταται τροχοπέδη για τη διασφάλιση κοινών προσεγγίσεων στις εκκρεμότητες που έχουν απομείνει. Οσο η κυβέρνηση επιμένει στην «πολιτική λύση», η επωφελής συμφωνία θα παραμένει ζητούμενο.

Φαίνεται καθαρά ότι ο Αλ. Τσίπρας φοβάται ότι θα προκληθεί βαθιά ρωγμή στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία αν οδηγηθεί σε μια συμφωνία με τους εταίρους μας. Αλλωστε, γνωρίζει ότι σημαντική μερίδα βουλευτών του δεν θα αποδεχθεί καμία πρόταση που θα οδηγούσε στην αναγκαία και απαραίτητη αναπροσαρμογή. Οποιαδήποτε επικοινωνιακά τεχνάσματα κι αν εφεύρει δεν πρόκειται να ξεπεράσει τον εσωκομματικό σκόπελο.

Ο Πρωθυπουργός, λοιπόν, οφείλει να επιδείξει τόλμη και αποφασιστικότητα προκειμένου να προστατεύσει το ευρωπαϊκό κεκτημένο της Ελλάδας. Η υπάρχουσα κοινοβουλευτική πλειοψηφία πράγματι είναι εύθραυστη. Το γεγονός αυτό όμως μπορεί κάλλιστα να τον οδηγήσει στην αναζήτηση ευρύτερων συγκλίσεων εντός Κοινοβουλίου προκειμένου να κλείσει τις εκκρεμότητες με τους εταίρους και τους δανειστές μας. Κάτι τέτοιο δεν σημαίνει κυβερνητική συνεργασία με τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Συνεπώς, το αποκαλούμενο «ευρωπαϊκό μέτωπο» είναι χρήσιμο και αναγκαίο όχι για να δώσει αντιπολιτευτικές μάχες χαρακωμάτων αλλά για να υπηρετήσει με συνέπεια και αποφασιστικότητα τον φιλευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση θα κριθούν από τη βούλησή τους να υπηρετήσουν την εθνική συνεννόηση.

Ο Δημήτρης Λιντζέρης είναι πρώην βουλευτής του ΠΑΣΟΚ στη Β’ Πειραιά