Ξαφνικά, εκεί που δεν το περιμένει κανείς, αναδύονται κάποια μικρά βιβλία που ταράζουν βαθιά τα νερά μέσα μας. Σάμπως να χρειάστηκε να περάσουν εξήντα χρόνια με δοκιμασίες φοβερές σε εθνικό, κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο για να αναδειχθεί η ισχύς περιστατικών που κανείς δεν αμφισβητούσε τη σημασία τους ενώ συντελούνταν, σήμερα όμως η σημασία αυτή αναδεικνύεται πολλαπλασιασμένη. Προφητική θα πρόσθετε κανείς, ακόμη κι αν η εξέλιξη που ακολούθησε διέψευσε προοπτικές και οράματα.

Μιλάμε για το βιβλίο «Το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού» που αποδίδεται στον Αλμπέρ Καμί, αν και σε ένα σύνολο διακοσίων σαράντα σελίδων οι σαράντα οκτώ μόνο είναι γραμμένες από το δημιουργό του «Ξένου» και της «Πανούκλας». Δεν είναι καθόλου λίγες αν σκεφτεί κανείς ότι θα μπορούσαν να έχουν χαθεί σε περίπτωση που δεν είχε υπάρξει ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος για να τις καταγράψει, καθώς οι σελίδες αυτές αποτελούν μέρος μιας συζήτησης που έγινε στην Αθήνα, στις αίθουσες του Γαλλικού Ινστιτούτου, στις 28 Απριλίου του 1955, ακριβώς εξήντα χρόνια πριν παρά τρεις μέρες (!).

Τι ακριβώς ήταν η συζήτηση αυτή; Μια σπουδαία προσωπικότητα της εποχής, ο νευροψυχίατρος Αγγελος Κατακουζηνός (που οι φίλοι του τον φώναζαν Βαλή και ο Γιάννης Τσαρούχης εγκωμιάζοντάς τον έλεγε πως «δεν ήταν ο γιατρός αλλά το γιατρικό») είχε την πρωτοβουλία, ως πρόεδρος της Ελληνογαλλικής Πνευματικής Ενωσης, να οργανώσει μια συζήτηση με θέμα «Το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού». Αν ο πολιτισμός δεν είναι μόνο (πρωτίστως) βίωμα αλλά και μνήμη, δεν γίνεται να μην αναρωτηθούμε ποιοι άραγε να ήταν οι φόβοι και οι ελπίδες που έκαναν, μεσούντος του εικοστού αιώνα, πέντε σημαντικές ελληνικές προσωπικότητες (θα τις αναφέρουμε παρακάτω), με τη συμμετοχή ενός γάλλου πεζογράφου και φιλοσόφου, που σε δύο χρόνια θα του απονεμόταν το Νομπέλ και σε τέσσερα θα έχανε τη ζωή του σε αυτοκινητικό δυστύχημα, σχεδόν να αγνοήσουν το τι συνέβαινε στην Ελλάδα την ώρα εκείνη και να συζητήσουν για το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Ηταν άραγε τόσο δυσβάστακτη η μετεμφυλιακή Ελλάδα της εξορίας, των δηλώσεων μετανοίας, των πιστοποιητικών νομιμοφροσύνης, ώστε πέντε πνευματικοί άνδρες του μεγέθους του Ευάγγελου Παπανούτσου, του Γιώργου Θεοτοκά, του Φαίδωνα Βεγλερή, του Κωνσταντίνου Τσάτσου, του Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα, υπό τη σκέπη του Αλμπέρ Καμί, να συζητήσουν για ένα μέλλον που ούτε ως παρωνυχίδα δεν θα φάνταζε στα μάτια άλλων, ουσιαστικά επίσης, χειραφετημένων ανθρώπων; Ή ήταν τόσο προβλεπτικοί ώστε να ανησυχούν για εξελίξεις όπως θα προέκυπταν εξήντα χρόνια αργότερα και θα έθεταν υπό αμφισβήτηση τον ευρωπαϊκό πολιτισμό –αυτόν ακριβώς που κυοφορήθηκε και ανδρώθηκε χάρη στον αντίστοιχο αρχαιοελληνικό;

Στρογγυλή τράπεζα

Δυσκολεύεται να απαντήσει κανείς τόσο περισσότερο καθώς και οι πέντε συζητητές –έξι με τον προεδρεύοντα της στρογγυλής τράπεζας Αγγελο Κατακουζηνό –αποτελούν ουσιαστικά απολογητές μιας πολιτικά συντηρητικής –με την καλή έννοια –ιδεολογίας (μη μας τρομάζει η παρουσία των ονομάτων του Ευάγγελου Παπανούτσου και του Γιώργου Θεοτοκά), ενώ απουσιάζουν ονόματα όπως του Κώστα Βάρναλη και του Μάρκου Αυγέρη, που θα έδιναν μια πληρότητα στη συζήτηση την προορισμένη –όπως αποδείχθηκε –να προβληματίσει περισσότερο το μέλλον παρά τον χρόνο μέσα στον οποίο πραγματοποιήθηκε.

Πώς θα συνόψιζε κανείς μέσα σε λίγες αράδες τις εισηγήσεις των πέντε δημιουργών που ήδη αναφέραμε, με τον Αλμπέρ Καμί να αποκρίνεται στον καθένα χωριστά; Οσο κι αν δεν πηγαίνει κανείς να παρακολουθήσει μια στρογγυλή τράπεζα για να ακούσει να επαναλαμβάνονται τα ίδια περίπου πράγματα, ακόμη κι αν η τράπεζα αυτή κοσμείται με την παρουσία ενός ευρωπαϊκού «αστέρα», γίνεται αντιληπτό ότι και οι πέντε εισηγητές –είτε λόγω της παρουσίας του Καμί είτε λόγω του «άκαιρου» του θέματος σε σχέση με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα –σχεδόν απνευστί θέλουν να διατυπώσουν όσα έχουν σκεφτεί στο μάκρος μιας ζωής.

Με αποτέλεσμα να δημιουργείται κάτι το «χαώδες». Αν αποφάσιζες να ταξιθετήσεις ποια ακριβώς ήταν η ερώτηση στον Καμί και τι εκφράστηκε ως προσωπική θέση, να είναι αδύνατον να βάλεις τα πράγματα σε μια σειρά. Το καθετί ακούγεται ως το προσωπικό «ποίημα» του καθενός εισηγητή χωριστά, ένα πολύ ωραίο ποίημα που, αντί στη συμπλοκή τους να δημιουργείται μια σύνθεση, να αντηχεί μια αίσθηση δυσαρμονίας. Αν λοιπόν για τον Ευάγγελο Παπανούτσο τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής κουλτούρας είναι η αξιοπρέπεια της ανθρώπινης ύπαρξης και το κριτικό πνεύμα, ενώ για τον Κωνσταντίνο Τσάτσο τα δυο θεμελιώδη ρεύματά της είναι η κλασική και η ρομαντική της τάση, πώς θα συνδυάσουμε την απειλή που συνιστούν για τον πρώτο, σε σχέση με την Ευρώπη, οι ίδιες της οι τεχνολογίες και οι τεχνολογικές της φιλοδοξίες με την αφηρημένη μορφή της ανθρωπότητας, αυτή τη σύγχρονη θεότητα, ώστε να θυσιάζονται στον βωμό της ο ζωντανός άνθρωπος, η ζωντανή πραγματικότητα, που είναι ο μέγας κίνδυνος για τον δεύτερο;

Εγωκεντρικές πολιτικές

Πιο σαφής –όπως θα το περίμενε κανείς –ο Γιώργος Θεοτοκάς, χωρίς να αμφισβητεί την ουμανιστική της παράδοση, λέει για την Ευρώπη: «Η Ευρώπη έχει ξεπεραστεί διότι είναι διαμελισμένη σε καμιά εικοσαριά κράτη που λένε ότι είναι, που ισχυρίζονται, που θέλουν να είναι ηγεμονικά, που ασκούν εγωκεντρική πολιτική και που η μορφή τους έχει ξεπεραστεί από τη σημερινή ιστορία». Ο δε Αλμπέρ Καμί του απαντά: «Εκτιμώ, όπως κι εσείς, ότι η Ευρώπη είναι αυτή τη στιγμή σφιγμένη με καμια εικοσαριά κορσέδες και δεν μπορεί να αναπνεύσει».

Οσον αφορά τώρα τον Φαίδωνα Βεγλερή και τον Νίκο Χατζηκυριάκο – Γκίκα, για τον μεν πρώτο θα έλεγε κανείς ότι αισθάνθηκε πως όφειλε με την εισήγησή του να προβεί σε μια πράξη αβροφροσύνης προς τον γάλλο καλεσμένο, για τον δε δεύτερο, τον Νίκο Χατζηκυριάκο – Γκίκα, χωρίς καν να κάνει μια προσπάθεια να συνδυάσει την ευρωπαϊκή κουλτούρα με εκείνη της Απω Ανατολής, αναφέρεται στη διδασκαλία του ζεν και συνυπογράφει τη ρήση του Ζορζ Μπρακ «όταν ζωγραφίζω μια τσαγιέρα, γίνομαι τσαγιέρα». Δεν θα περίμενε βέβαια κανείς να τα χάσει ο Αλμπέρ Καμί και να γίνει συμβατικός στις απαντήσεις του.

Καταπλήσσει όμως η ικανότητά του, ακόμη και όταν θολός παραμένει ο προβληματισμός των εισηγητών, ο ίδιος να τους παρακολουθεί με έναν τρόπο που μεταβάλλει την ασάφειά τους σε πλεονέκτημα, αφού του δίνει την ευχέρεια να ανταποκρίνεται με μια καταπλήσσουσα τεκμηρίωση σε ερωτήματα που, αν έμεναν αναπάντητα, θα ακούγονταν αμήχανα ή ελάχιστα ουσιαστικά. Αν «Το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού» συνιστά σήμερα ένα σπάνιο και συγκινητικό ντοκουμέντο είναι γιατί πιστοποιεί τη σχέση ενός δημιουργού της εμβέλειας του Αλμπέρ Καμί με τη χώρα μας. Αλλά και για το πόσο έχουν αλλάξει τόσο η Ευρώπη όσο και η Ελλάδα και κατά συνέπεια και η μεταξύ τους σχέση.

«Πέστε στους φίλους μας Ελληνες τον θαυμασμό μας»

Μια μάλλον άγνωστη επιστολή προς τον υποδιευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών

Τη σχέση του Αλμπέρ Καμί με την Ελλάδα, πριν ακόμη από τη στρογγυλή τράπεζα της 28ης Απριλίου του 1955, την επικύρωνε θριαμβευτικά η μάλλον άγνωστη σήμερα επιστολή που είχε στείλει στον Ροζέ Μιλλιέξ, υποδιευθυντή τότε του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, όπου του έγραφε: «Παίρνω το γράμμα σας με πολλή καθυστέρηση. Καταλαβαίνω πολύ καλά τα αισθήματα που σας εμπνέουν και θα τα έβαζα με τον εαυτό μου αν δεν σας απαντούσα ευθύς αμέσως και μ’ όλη τη ζέση που νιώθω για τον θαυμάσιο ελληνικό λαό. Την ιδέα που έχουμε για την ελευθερία την κληρονομήσαμε από την Ελλάδα, μαζί με άλλες ιδέες που αποτελούν την υπερηφάνεια του ανθρώπου. Να για ποιον λόγο ασφαλώς η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα στάθηκε γι’ αυτούς που με περιστοιχίζουν και για τον ίδιο τον εαυτό μου το πιο σπαρακτικό σύμβολο για όσα υποφέραμε πέντε χρόνια.

Ωστόσο διατηρήσαμε ταυτόχρονα στην καρδιά μας την ανάμνηση και το παράδειγμα του καταπληκτικού Αλβανικού Πολέμου. Είναι η Ελλάδα, έπειτα από την Ισπανία, που μας έμαθε, μέσα στην αγανάκτηση και την πίκρα, πως μπορεί να έχουμε δίκιο και να ηττηθούμε. Αλλά είναι και η Ελλάδα που πρώτη αυτή γνώρισε στον κόσμο πως οι άνθρωποι της ελευθερίας ήταν δυνατόν να είναι και οι άνθρωποι του θάρρους και πως καμιά ήττα δεν είναι αιώνια. Ο μικρός αυτός λαός αναδείχτηκε ίσος προς το ένδοξο παρελθόν του.

Τι μάθημα και πόση αναπτέρωση να βλέπουμε πως ο πιο υψηλός πολιτισμός δεν αφαιρεί τίποτα από τις αρετές της καρδιάς και τη δύναμη της ψυχής. Ας κρίνουν πόση σημασία έκλεινε αυτό το δίδαγμα για ανθρώπους άοπλους, παραδομένους στην πιο ειδεχθή τυραννία, αποφασισμένους όμως να υπερνικήσουν ό,τι έπρεπε να υπερνικηθεί. Αυτό αποτελεί τουλάχιστον τη δικαιολογία της ευγνωμοσύνης μου, μιας ευγνωμοσύνης σιωπηλής, που μπορώ να την εκφράσω χάρη σε σας ανάλογα με τα μέσα μου και τη θέση μου.

Πέστε στους φίλους μας Ελληνες, μια και ξαναγυρίζετε κοντά τους, τον αδελφικό θαυμασμό που οι γάλλοι συγγραφείς αισθάνονται γι’ αυτούς».

Στον σεισμόπληκτο Βόλο

Αν υπολογίσουμε ότι κάποιος που το 1955 ήταν είκοσι πέντε χρονών σήμερα έχει αγγίξει τα ογδόντα πέντε, θα πρέπει να υπάρχουν αρκετοί που να θυμούνται ότι ο ερχομός του Αλμπέρ Καμί τον Απρίλιο της χρονιάς αυτής δεν συνδέεται μόνο με τη συζήτηση για το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Τις ίδιες μέρες ο γάλλος πεζογράφος έδωσε δύο διαλέξεις, την πρώτη στον «Παρνασσό» με θέμα «Ο καλλιτέχνης και η εποχή του» και τη δεύτερη στο Γαλλικό Ινστιτούτο με θέμα «Το σύγχρονο θέατρο». Και έκανε και ένα σύντομο ταξίδι τις ίδιες εκείνες ημέρες ώς τον Βόλο, τον σχεδόν ισοπεδωμένο από τους πρόσφατους τότε σεισμούς, προκειμένου να επισκεφθεί τις στρατιωτικές σκηνές στο παραλιακό πάρκο του Αγίου Γεωργίου, όπου είχαν μεταφερθεί τα μαθήματα των γαλλικών, αφού το κτίριο του Annexe de Volos είχε γκρεμιστεί.

Albert Camus

Το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού

Μτφ. Νίκη Καρακίτσου – Ντουζέ, Μαρία Κασαμπάλογλου – Ρομπλέν

Εκδ. Πατάκη, 2014, Σελ. 240

Τιμή: 11 ευρώ