Αναμφισβήτητα πρόκειται για μια ευτυχέστατη σύμπτωση να μπορεί να συνδεθούν οι ημέρες του Πάσχα του 2015 με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και με την Κική Δημουλά. Με τη σπουδαία ποιήτρια να γράφει για τη μοναδική φωτογραφία που έχει διασωθεί του κατεξοχήν διηγηματογράφου όσον αφορά τα πάθη και την ανάσταση του Χριστού. Μια ανάσταση που αποτελεί την αείζωη παραμυθία του ελληνικού λαού μέσα σε όλες τις δοκιμασίες που υφίσταται από αιώνες.

Το μοναδικό. Αυτό το ένα. Αυτό που δέχεται τις περισσότερες απειλές από την απώλεια. Εκ φύσεως κλέφτρα η απώλεια και όχι βέβαια από ανάγκη, γιατί αυτή είναι σκανδαλωδώς πλουσιότερη κι από το κέρδος. Γεμάτη ώς απάνω. Αλλά ποιος ξέρει τι απωθημένα της τη σπρώχνουν σ’ αυτή την απάνθρωπη κερδοσκοπία. Μπορεί να ήθελε κι αυτή, αντί να κλέβει, να είναι η ίδια ένα πολύτιμο κλοπιμαίο.

Και ποιος εαυτός δεν το υποποθεί να είναι μοναδικός. Κι ας είναι το μοναδικό τόσο απροφύλακτο ως αναντικατάστατο, τόσο που να αποκτά μια φοβιστική ομοιότητα με το μη πραγματικό ή με το μη υπάρχον.

Φυσικά η απώλεια στρέφει τις βλέψεις της προς ό,τι επιβιώνει, σαν να έχει κακά προηγούμενα με τη δημιουργία του κόσμου. Ωστόσο, το «μοναδικό» είναι ο πλέον φιλόδοξος στόχος της. Και γιατί είναι μοναδική αυτή η προ υμών και ημών φωτογραφία; Επειδή είναι η μόνη που βρέθηκε ή διότι αυτό που εικονίζεται ευτύχησε να είναι μια μοναδική πραγματικότητα;

Υπέρτατη και δυσεύρετη αξία, το μοναδικό. Ισως γιατί δεν εμπλέκεται στη σημερινή πληθώρα των αντιγράφων ή των φωτοτυπιών. Ποζάρει, και μόνο στη σπανιότητα.

Οτι μας πλήττει το ακατάκτητο του μοναδικού, ως έννοια μάλιστα που είναι και ο προθάλαμος της αιωνιότητας, φαίνεται από το πόσο η καθημερινή φθαρτή ρύμη του λόγου, με τη βοήθεια και της υπερβολής –που είναι ένα από τα γενεσιουργά κύτταρα του μοναδικού –το εκβιάζει να αφθονεί, ως βιογραφικό γνώρισμα των πιο θνητών βιωμάτων μας και να τα εξυψώνει. Λέμε: το μοναδικό μου απόκτημα, το μοναδικό μου λάθος, μοναδική στιγμή, μοναδική θέα, μοναδική εμπειρία, μοναδική ευκαιρία, μοναδική παράσταση και άλλα πολλά που τα διαχειρίζεται μόνο η καταφερτζού προφορικότητα.

Αλλά, ως ύψιστης αξίας χαρακτηριστικό ανθρώπου, τσιγκουνεύεται απελπιστικά η μοίρα να το παραχωρήσει.

Μακρηγορώ ή και πολυλογώ, απομακρύνομαι κυρίως από την αποτελεσματικότητα και κανείς βέβαια δεν μου ανέθεσε να κάνω διατριβή επάνω στο μοναδικό.

Εχω επίγνωση από πού προέρχεται αυτό το χασομέρι. Μάλλον αποφεύγω να βλάψω τη φωτογραφία που τιμητικά μού εμπιστεύθηκαν να σχολιάσω, να τη βλάψω κοιτώντας την και μόνο, γιατί ξέρω ότι κι από ένα βλέμμα ευλαβές, συγκινημένο, ευγνώμων προς την ύπαρξή της, κρέμεται ο ησυχασμός και η μακαριότητά της. Είμαι ήσυχη ότι το δικό μου βλέμμα έχει λάβει ανωτάτη και εις βάθος παιδεία διαπρέποντας σ’ αυτές τις αρετές. Αλλά και πού ξέρω αν το βλέμμα μου μετά από ένα αύθαδες και αμαρτωλά ξένοιαστο, επιπόλαιο όνειρο που είδε απόψε, δεν έχασε την ενάρετη παιδεία του;

Πέρα απ’ αυτά, είναι επιτρεπτό να παραβιάσω την κρυμμένη, διπλομανταλωμένη εσωτερικότητά αυτής της φωτογραφίας που μ’ εμπιστεύτηκε; Εχω συμβιώσει με τις φωτογραφίες κι έχω επιβιώσει χάρη σ’ αυτές. Εμαθα να τις τιμώ για τη σταθερότητα της σιωπής που ασπάστηκαν, μετά τον προσηλυτισμό τους στην ευσπλαγχνική, ως επί το πλείστον, θρησκεία του χαρτιού.

Οπως και να ‘χει, δεν είμαι εγώ η απεσταλμένη να σκεπάζω με τη διακριτικότητά μου ό,τι είναι προορισμένο να φαίνεται, δεν είμαι εγώ που θα λανσάρω την άκρατη διακριτικότητα προς ένα από τα ιερά απομεινάρια της μορφής μας, και της μορφής των στιγμών, αυτούς τους μετανάστες από την πραγματικότητα τη δική μας στην ξένη πραγματικότητα της φωτογραφίας για μια καλύτερη ζωή.

Κι επειδή κι οι φωτογραφίες χάνουν κι αυτές κάποτε την υπομονή τους περιμένοντας –γι’ αυτό και κιτρινίζουν –σκύβω επάνω σ’ αυτήν που κρατώ: ένα μακρόστενο παλιό οίκημα με μια σαν πριονισμένη βάση –δεν φαίνεται. Την έλλειψή της την αναπληρώνουν κάτι αραδιασμένα στη σειρά παράθυρα, επειδή τα παράθυρα είναι η βάση του. Κοιτάζω.

Μπροστά δύο άντρες, δίπλα δίπλα. Ο ένας κάθεται, ο άλλος όρθιος και στο κενό που αφήνει η διαφορά ύψους του αναστήματός τους, έχει σφηνώσει σαν παράνομη ανατολή ηλίου, ένα παιδικό κεφαλάκι.

Κάτω κάτω μια παλιά χρονολογία, 1908, έγκυος στο άγνωστο μέλλον της.

Και στη λεζάντα της φωτογραφίας να μην έβλεπα γραμμένο το όνομά τους, τον έναν πάντως θα τον αναγνώριζα. Είναι ο Παπαδιαμάντης. Καθιστός, καταδεχτικά απόμακρος, καταχωνιασμένος μέσα στο κάπως τριμμένο σακάκι του. Παρατηρώ το χαλαρό, αμήχανο δίπλωμα των χεριών του επάνω στο στέρνο του και σκέφτομαι πώς είναι δυνατόν μια τόσο μικροκαμωμένη σεμνότητα, όπως αυτή των χεριών του, να μπορεί να υποβαστάζει το θεόρατο βάρος της μοναδικότητάς του. Απορώ πώς αυτά τα χέρια που μόνο στην άυλη αγιότητα μπορούν να ανήκουν, πώς όπλισαν μια Φόνισσα να γραφτεί με τόσο συγκλονιστική φυσικότητα σχεδόν.

Κι αυτή η δημιουργική κολασμένη άβυσσος που σε όλα μας ωθεί, πώς μεταστράφηκε, σε αγία, ωθώντας τον Παπαδιαμάντη να περιγράψει τον ασταμάτητο λυγμό που τράνταζε το στέρνο των σπαρακτικών στερήσεων, τις οποίες μια αμετάπειστα σκληρή μοίρα επεφύλαξε στη Χριστίνα τη δασκάλα, την «αστεφάνωτη». Ντροπιασμένη, ως αστεφάνωτη, με τον άντρα που συζούσε, αναθρέφοντας τα νόθα παιδιά που εκείνος έσπερνε σε άλλες γυναίκες, με αγάπη μητρική τα ανάθρεφε η οποία χρησίμευε μόνο «στο να της τα παίρνει από την αγκαλιά της ο Χάρος συνοδευόμενος από την οστρακιάν, την ανεμοβλογιάν και άλλους δυσμόρφους συντρόφους».

«Κ’ έπλυνε κ’ εσυγύριζεν όλον τον χρόνον. Την Μεγάλην Πέμπτην έβαπτε τ’ αυγά τα κόκκινα. Και τας καλάς ημέρας δεν είχε τόλμης πρόσωπον να υπάγη κι αυτή εις την εκκλησίαν.

Μόνον το απόγευμα του Πάσχα, εις την ακολουθίαν της Αγάπης, κρυφά και δειλά εισείρπεν εις τον ναόν, διά ν’ ακούση το «Αναστάσεως ημέρα» μαζί με τις δούλες και τις παραμάνες.

Αλλ’ Εκείνος, όστις ανέστη «ένεκα της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων», όστις εδέχθη της αμαρτωλής τα μύρα και τα δάκρυα και του ληστού το Μνήσθητί μου, θα δεχθή και αυτής της πτωχής την μετάνοιαν, και θα της δώση χώρον και τόπον χλοερόν, και άνεσιν και αναψυχήν εις την βασιλεία Του την αιωνίαν».

Αναφέρομαι στο θείο διήγημα με τον τίτλο «Χωρίς στεφάνι».

Ναι, αλλά δες με τι εκτυφλωτικό φωτοστέφανο αγίας ψυχής την αντάμειψε ο Παπαδιαμάντης.

Αχ, παρελθούσα Χριστίνα δασκάλα, αν ζούσες σήμερα που όλες οι σημασίες αστεφάνωτες συζούν με το ταίρι τους, τι μοντέρνα τύχη θα είχες.